Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Κεφάλαιο έβδομο: Μαγεία




Ένα μήνα μετά…


Μεριλή


Καθόμουνα στο κρεβάτι μου συλλογιζόμενη τι είχα περάσει από την πρώτη μέρα της δεύτερης ζωής μου. Προτού το καταλάβω είχα γίνει μέλος της βασιλικής οικογένειας των βρικολάκων, είχα μάθει ότι το χάρισμα μου ήταν τόσο σαδιστικό που σκεφτόμουνα γιατί έτυχε σε εμένα. Είχα φιλήσει έναν βρικόλακα πριν καν καλά, καλά να τον γνωρίσω. Όλα είχανε γίνει τόσο γρήγορα που ακόμα και ο υπερμεγέθης εγκέφαλός μου ακόμα προσπαθούσε να επεξεργαστεί.

Ένας χτύπος στην πόρτα με απέσπασε από τις ανάκατες σκέψεις μου.

Είδα την Νέμεσης να ξεπροβάλει από την πόρτα σέρνοντας πίσω το μικρό φρικιό και την Σελέστ.

Η Σελέστ ακόμα και αν πέρασε παρόμοια κατάσταση με εμένα δεν έχανε ποτέ το χαμόγελό της. Πάντα κεφάτη και λίγο ποιο ομιλητική από την Νέμεσης. Μου άρεσε να κάνω παρέα μαζί της αν και φαινότανε να έχει ιδιέταιρη προτήμιση στην Νέμεσης.

Από την άλλη η Τζέιν. Πως μπορούσε να υπάρχει τόσο πολύ ενέργεια σε ένα τόσο μινιόν σωματάκι. Δεν κράταγε ποτέ την αντίδρασή της έστω για να κρατήσει τους βασικούς τύπους. Ήταν τόσο αυθόρμητη.

Σε αντίθεση με όλα αυτά εγώ ήμουνα τον τελευταίο καιρό στον δικό μου κόσμο. Μακάρι να μπορούσα να κοιμηθώ για να ονειρευόμουνα λίγο ακόμα τον Άλεκ.

«Μεριλή σε παρακαλώ μπορείς να ελέγχεις τις σκέψεις σου τουλάχιστον όταν είμαι κοντά σου;» είπε η Νέμεσης με βλέμμα που μου έδειχνε πόσο δύσκολο ήταν να ακούει τις φαντασιώσεις μου.

«Βγες έξω από το κεφάλι μου» είπα στην Νέμεσης νευριασμένη.

«Μεριλή τον τελευταίο καιρό είσαι εδώ μέσα στο δωμάτιο. Βγαίνεις ελάχιστα έξω. Και δεν έχεις γνωρίσει ακόμα σχεδόν τίποτα για την Σελέστ.» είπε η κελαϊδιστή φωνή της Τζέιν. Τι μπορούσα να της πω; Απλά ήθελα να συλλογιστώ λίγο, να δω κάποια πράγματα από πολλές οπτικές γωνίες.

Η φωνή της Σελέστ, που έμοιαζε με εκείνη που έχουνε οι κοπέλες που προσπαθούν να φανούν γλυκές και συμπαθητικές, με διέκοψε προτού απαντήσω.

«Κορίτσια η Μεριλή δεν μπορεί να ασχολείται με εμένα. Μπορεί απλά να θέλει να με γνωρίσει με τον καιρό όχι όπως εσύ Τζέιν που θες να γνωρίζεις τα πάντα πριν γίνουν και να κατακλύζεις με ερωτήσεις συνέχεια την Μαίρη όταν έρχεται για επίσκεψη με τον Τζοσουά.» είπε με σοβαρό ύφος. Είδα για μια στιγμή την Τζέιν να της ρίχνει μια βλοσυρή ματιά και αφού είδε ότι δεν την κλόνισε τα παράτησε.

Η Μαίρη Μπράντον και ο Τζοσουά Μπράντον ήταν ζευγάρι blooded βρικολάκων.

Η Μαίρη ήταν μικροσκοπική με μακριά μαύρα μαλλιά. Είχε μέγεθος ξωτικού, πολύ ποιο μικροσκοπική από εμένα και μπορώ να πω ότι ήταν το άτομο που μπορούσε πολύ εύκολα να σε κάνει να νοιώθεις άνετα.

Από την άλλη ο Τζοσουά ήτανε ακόμα ποιο διακριτική παρουσία. Πολύ ποιο ψηλός από την Μαίρη με κοντά καστανόξανθα μαλλιά. Προσπαθούσε να μιλάει μόνο όταν χρειαζότανε. Δεν περιττολογούσε ποτέ και έβλεπε τα πάντα αντικειμενικά.

Ακόμα έχουνε πάρα πολύ καλή σχέση με τους Φόρεστερ και ο λόγος; Και οι 2 έχουνε πολύ χρήσιμα χαρίσματα. Η Μαίρη μπορεί να βλέπει το μέλλον γενικά και συγκεκριμένα. Κάθε στιγμή μπορεί να βλέπει το γενικό μέλλον αλλά για να δει το μέλλον για κάτι συγκεκριμένο πρέπει να το αγγίξει. Από την άλλη ο Τζοσουά έχει ένα πολύ χρήσιμο χάρισμα μάχης. Μπορεί να αποπλανήσει πολύ εύκολα ένα θύμα μόνο με την σκέψη του. Φυσικά είχανε συνεργαστεί με τους Φόρεστερ παλιά. Δεν ξέρω περεταίρω για αυτήν την υπόθεση. Και ούτε με ενδιέφερε ποτέ πραγματικά.

Άκουγα γρήγορα βήματα στον κάτω όροφο και τους μεγάλους να συζητάνε ανήσυχα. Μια καινούρια φωνή ανάμεσά τους που έβγαζε βλασφημίες ακατάπαυστα από το στόμα της. Δεν ήμουν η μόνη που το είχε προσέξει. Η Νέμεσης ήταν πολύ σκεφτική, η Σελέστ δεν είχε δώσει ιδιέταιρη σημασία και άρχισε να εξερευνάει με το βλέμμα της το δωμάτιό μου ενώ η Τζέιν είχε σοβαρέψει ξαφνικά. Ποτέ δεν έβλεπα την Τζέιν έτσι εκτός όταν ήξερε ότι θα χρησιμοποιούσε το χάρισμά της αργά ή γρήγορα. Άκουγα βήματα να πλησιάζουνε σιγά, σιγά το δωμάτιό μου μέχρι που ένας απαλός χτύπος ακούστηκε στην πόρτα. Η Νέμεσης πετάχτηκε σαν βλήμα που μόλις είχε εξφενδονηστεί από την κάνη ενός όπλου και άνοιξε την πόρτα.

Ο Βένιμος ξανά. Πολύ γρήγορα της είπε ότι χρειαζόταν αυτήν και την Τζέιν κάτω για να δούνε τι θα κάνουνε με μια νεογέννητη. Από ότι φαίνεται αυτή ήταν η φωνή που βλαστήμαγε πριν. Νομίζω ότι ο Βένιμος την αποκάλεσε Τζένα. Δεν είμαι σίγουρη.

«Τζέιν πρέπει να πάμε κάτω να αναλάβουμε την κατάσταση» είπε με μισή καρδιά η Νέμεσης. Ήξερα ότι δεν της άρεσε να καταστρέφει τίποτα εκτός αν αυτό ήταν από ανάγκη.

Πριν ρωτήσω μου απάντησε.

«Εσείς κορίτσια κατεβείτε στον κήπο. Αν πάει να ξεφύγει θα μπορείτε να την πιάσετε εύκολα και να την αποτελειώσουμε.» είπε με ύφος γεμάτο πικρία. Την κοιτάξαμε λίγο αλλά μετά αποφασίσαμε ότι θα ήταν καλύτερα να μην φέρουμε αντίρρηση.

~-~-~-~-~-~-~-~

Η αυλή ήταν το ποιο μαγευτικό μέρος στον πύργο. Παντού υπάρχει ομοιόμορφο κομμένο γκαζόν. Τα σχήματα που είχανε πάρει οι θάμνοι ήταν μαγευτικά. Μία τριανταφυλλιά δέσποζε στην πλάτη του παγκάκι. Μπροστά μια λιμνούλα μικρή αλλά ποιο μαγική από ότι άλλο είχα δει στην ζωή μου. Μέσα της έβλεπα την αντανάκλαση του φεγγαριού. Σήμερα είχε πανσέληνο. Γύρω από την λίμνη υπήρχανε λουλούδια που δεν ήξερα αν υπήρχανε ομορφότερα στον κόσμο. Ήταν λευκά με μπλε πιτσιλιές στα πέταλα. Άστραφταν τα φύλλα τους λες και κάποιος είχε ρίξει πάνω τους χρυσόσκονη. Δεν πήγα να τα αγγίξω γιατί φοβόμουνα ότι θα εξαφανίζονταν.

Προσπάθησα να γυρίσω στην πραγματικότητα και έτσι ξεκίνησα.

«Λοιπόν…» είπα λίγο αμήχανα. «Πως και είσαι τόσο χαρούμενη με την καινούρια σου ζωή; Πως αντιμετωπίζεις όλα τα πράγματα τόσο αισιόδοξα; Πάντα σε βλέπω να γελάς να περνάς τόσο καλά λες και δεν άλλαξε τίποτα. Πως τα καταφέρνεις;» την ρώτησα κοιτάζοντας την στα μάτια. Ακόμα δεν μπορούσα να καταλάβω το τόσο αινιγματικό και χαρούμενο κορίτσι. Η αντίδρασή της με εξέπληξε. Το βλέμμα της σκοτείνιασε απότομα και με κοίταξε με ένα πονεμένο ύφος.

«Δεν είμαι έτοιμη να μιλήσω για αυτό τώρα.» Είπε με σοβαρό ύφος αλλά είδα ότι η φωνή της έσπασε στο τέλος. Δεν έδωσα συνέχεια στο θέμα και έτσι προσπάθησα να αλλάξω την τροπή της συζήτησης. Ήθελα να ξαναδώ το χαμόγελο στο πρόσωπό της.

«Εσύ πως βρέθηκες εδώ;» μου είπε με βλέμμα καρφωμένο μέσα στα μάτια μου. Ένοιωθα το πρόσωπό μου να παγώνει καθώς προσπαθούσα να βρω τις λέξεις για να της εξηγήσω.

«Ήμουνα ένα απλό συνηθισμένο κορίτσι με μια συνηθισμένη απλή ζωή.»-πήρα μια βαθιά περιττή ανάσα προσπαθώντας να μην κάνω την φωνή μου να σπάσει-«και δεν είχα σκοπό να αλλάξω αυτήν την κατάσταση. Ο Ντομινίκ μου έλεγε ότι με αγαπούσε και ότι δεν πρόκειται να μου έκανε οτιδήποτε κακό. Τόσο τυφλωμένη που ήμουνα από τον έρωτα δεν άκουγα την Νέμεσης, δεν έβλεπα τα σημάδια. Άκουγα μόνο εκείνον… Εκείνη την ημέρα της βίαιης μεταμόρφωσής μου τον είχα δει να έχει στα χέρια του την άψυχη αδερφή μου. Και μετά όλα έγιναν πολύ γρήγορα.» Σταμάτησα γιατί είχα καταλάβει ότι ένοιωθε άβολα. Δεν ήθελα να πω άλλα οπότε έφτασα στο γρήγορο και απλό κομμάτι. «Ξεκίνησα με την Νέμεσης προς το δάσος των λύκων μέχρι που φτάσαμε. Οι μεγάλοι ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ που ήθελαν να μας κρατήσουνε. Έτσι γνώρισα την Τζέιν και την αγάπη μου τον Άλεκ. Δεν ήξερα αν ποτέ θα μπορούσα να ξεφύγω από την πίκρα που μου είχε δημιουργήσει ο Ντομινίκ αλλά τελικά ο Άλεκ και οι φίλοι μου εδώ με βοήθησαν να ορθοποδήσω.» είπα την τελευταία πρόταση με προφανή ελπίδα. Ήξερα ποιοι με αγαπούσανε και ποιοι όχι. Γύρισα και την κοίταξα. Είδα μια ελαφριά πινελιά φρίκης και πόνου μέσα στα μάτια της αλλά την έδιωξε αμέσως.

Γύρισα το βλέμμα μου και το άφησα να περιπλανηθεί στο λουλούδι που μου είχε τραβήξει την προσοχή πριν. Τόσο όμορφο. Ακόμα και με αυτά τα μάτια δεν μπορούσα να βρω ψεγάδι πάνω του. Και εκείνη η μικρή λιμνούλα δίπλα. Τόσο μαγική. Θα έλεγε κανείς ότι εκεί γύρω της υπήρχε ένας άλλος μαγικός κόσμος. Ήθελα να την ρωτήσω κάποια πράγματα για εκείνη. Σκέφτηκα αρκετή ώρα ποιο θέμα θα ήταν εύκολο να συζητηθεί και από τις δύο.

«Σελέστ μπορείς να μου εξηγήσεις λίγο το χάρισμα σου; Είναι λίγο δύσκολο να το καταλάβω από τις περιγραφές που κάνει η Νέμεσης γιατί συνήθως δεν την προσέχω.» είπα και γύρισα να την κοιτάξω. Ανέβασε τα πόδια της πάνω στο μαρμάρινο παγκάκι και κάθισε οκλαδόν. Ανέβασε το βλέμμα της και με κοίταξε.

«Να είναι λίγο περίπλοκο όντως. Δεν ξέρω πως θα σου φανεί.» έκανε μια μικρή παύση.

«Μπορώ κατά κάποιο τρόπο να δημιουργώ την ψευδαίσθηση ότι κάτι πήρε φωτιά αλλά απλά φαίνεται μια φλόγα. Δεν καίει κάτι αν είναι υπό τον έλεγχό μου. Αν όμως δεν είμαι και στην καλύτερη ψυχολογική κατάσταση δηλαδή άμα έχω νεύρα ή είμαι συγχυσμένη για παράδειγμα μπορώ πραγματικά να κάψω κάτι.» είπε και με κοίταξε με ένα βλέμμα προσποιούμενη φρίκη.

«Είμαι ένα φρικιό με λίγα λόγια…» είπε και γελάσαμε μαζί. Ήταν πολύ θερμός άνθρωπος και με την μεταφορική έννοια της λέξης.

Ξαφνικά άκουγα βήματα μέσα από τον διάδρομο να πλησιάζουν προς την πόρτα της αυλής. Ο ήχος της αυλόπορτας ακούστηκε μετά από ένα δευτερόλεπτο. Γύρισα να δω ποιος είναι και είδα ότι ήταν ο Άλεκ. Είχε φτάσει ήδη δίπλα μου πριν προλάβω να αρθρώσω λέξη.

«Τι κάνετε κορίτσια;» είπε χαλαρά. Έσκυψε και ακούμπησε απαλά τα χείλη του στα δικά μου. Ακόμα να συνηθίσω. Η Σελέστ καθάρισε τον λαιμό της. Γύρισα με το κεφάλι σκυμμένο κάτω προς το μέρος της. Έριξα μια κλεφτή ματιά στο Άλεκ και είδα ότι ήταν τελείως χαλαρός. Γιατί πρέπει εγώ να ντρέπομαι πάντα και για τους δύο; Έπρεπε να το συζητήσουμε κάποια στιγμή αυτό.

«Να εδώ συζητάμε γενικά και αόριστα». Είπε η Σελέστ και έκρυβε ένα χαμόγελο. Ήξερα ότι αυτή η κοπέλα κάτι σκάρωνε.

«Ωραία. Θα έρθω ξανά σε λίγο. Η Jena δεν είναι και πολύ συνεργάσιμη οπότε πρέπει να βρίσκομαι εκεί ανά πάσα στιγμή. Πέρασα απλά να δω τι γίνεται εδώ πέρα. Διαταγές του Βένιμου.» είπε και στριφογύρισε τα μάτια του. Αυτός ο βρικόλακας με τις υποψίες του έχει καταντήσει να γίνεται φορτικός.

«Εμ προτού πάω μέσα θα μπορούσες Σελέστ να μας αφήσεις για 2 λεπτά λίγο μόνους. Αν δεν σε πειράζει» πριν τελειώσει ο Άλεκ την πρότασή του η Σελέστ είχε εξαφανιστεί. Γύρισα έτσι ώστε να τον βλέπω ολόκληρο.

«Τι θες να μου πεις;» ρώτησα προφανώς αποριμένη. Τι ήθελε να μου πει που δεν ήθελε να το μάθει κανείς άλλος;

«Να κοίτα…»-δίστασε-«θα ήθελες το βράδυ να συναντηθούμε εδώ, αφού βέβαια έχουνε πάει όλοι στα δωμάτιά τους, να γνωρίσουμε καλύτερα ο ένας τον άλλο και να πούμε πράγματα που δεν θα θέλαμε να ξέρει ο καθένας. Να ανοιχτούμε με λίγα λόγια.» είπε. Νομίζω ότι το μετάνιωσε αλλά πριν πει οτιδήποτε τον σταμάτησα βάζοντας τον δείκτη πάνω στο στόμα του. Φυσικά και ήθελα να του πω πράγματα για εμένα και να ακούσω και από εκείνον εδώ μαζί του. Μόνοι μας δίπλα του ξαπλωμένοι στο γρασίδι. Και ας μου έλεγε ότι ήθελε. Μια πονηρή σκέψη πέρασε από το μυαλό μου αλλά την κράτησα για τον εαυτό μου. Κατέβασε αργά τον δείκτη μου από το στόμα μου και πήρε το χέρι μου στο στόμα του και το φίλησε απαλά.

«Να θα ήθελα να έρθουμε ποιο κοντά, λέγοντας ο ένας στον άλλο κάποια πράγματα.» είπε και μου φάνηκε τώρα υπερβολικά αγχωμένος. Ένοιωθα την χαρά την περιέργεια και την ελπίδα να κατακλείνουν τον οργανισμό μου. Το δηλητήριο πάλονταν μέσα μου πολύ γρήγορα και ένοιωθα την ανάσα μου να επιταχύνεται πολύ. Τον αγκάλιασα και του έδωσα ένα φιλί όλο λαχτάρα. Όταν απομακρύνθηκα λίγο προσπαθούσαμε να κάνουμε τις ανάσες μας ποιο αργές. Όταν βρέθηκα σε κατάσταση που μπορούσα να αναπνεύσω και να σκεφτώ του έδωσα την απάντησή μου.

«Όσο το θες εσύ το θέλω και εγώ. Και είμαι σίγουρη πως οι κουβέντες θα έχουνε ποιο πολύ ενδιαφέρον από τις δικές μου.» τον ξαναπήρα αγκαλιά και εκείνος με φίλησε στο μάγουλο.

«Πρέπει να πάω μέσα τώρα πριν βγει ο Βένιμος έξω. Όταν όλοι θα βρίσκονται στα δωμάτιά τους θα κατέβεις και εγώ θα είμαι εδώ να σε περιμένω.» είπε και σηκώθηκε. Ξαναφίλησε το χέρι μου, σωστός κύριος, και μετά κατευθύνθηκε αργά προς την πόρτα. Πριν προλάβω να συνέλθω από την συζήτησε που είχε προηγηθεί η Σελέστ ήταν δίπλα μου. Δεν μου έριξε κανένα βλέμμα που θα μπορούσε να δείξει ότι άκουγε τόση ώρα.

«Κοίτα να δεις τι θα γίνει» είπε η Σελέστ και προσπάθησε να μην γελάσει. Ακολούθησα το βλέμμα της μέχρι που κατάλαβα τι έκανε. Έβαζε μικρές φωτίτσες στις πατημασιές που άφηνε από πίσω του ο Άλεκ.

«Καυτό αγόρι» είπε μια οκτάβα ποιο δυνατά από ότι συνήθιζε να λέει. Αρχίσαμε να γελάμε νευρικά. Ο Άλεκ γύρισε και κούνησε το κεφάλι του σαν τις μαμάδες που μόλις έχουνε δει το παιδί τους να έχει κάνει καμιά διαβολιά. Για μια στιγμή όσο διαρκεί μια ανάσα έτρεξαν τα μάτια του γεμάτα ένταση πάνω μου. Δεν μπορούσα να τα αγνοήσω. Μετά γύρισε και άνοιξα την πόρτα και πριν προλάβω να κάνω κάτι είχε εξαφανιστεί.

Γύρισα προς την μεριά της Σελέστ αλλά είδα ότι δεν είχε σταματήσει να γελάει. Δεν την πιστεύω….. πάντως είχε δίκιο για το καυτό αγόρι. Γέλασα λίγο για μια εικόνα που πέρασε αστραπιαία από το μυαλό μου. Αλλά μετά από εκείνο το λεπτό δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε τίποτα άλλο εκτός από την νύχτα. Ανέβηκα με την Σελέστ πάνω και πήγε η κάθε μία στο δωμάτιό της. Περίμενα μισή ώρα ώστε να ακούω όλα τα ντους να τρέχουν για να κάνω την απόδρασή μου χωρίς να έχω την έγνοια αν θα με καταλάβουν. Κατέβηκα τις σκάλες αστραπιαία. Άνοιξα την αυλόπορτα και το είδα να κάθεται δίπλα στην λίμνη παίζοντας με ένα άνθος από εκείνο το λουλούδι που είχε τραβήξει την προσοχή μου. Προχώρησα αργά και σταθερά προσπαθώντας να ρυθμίσω την ανάσα μου.

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Έκτο κεφάλαιο: Απρόβλεπτο





Νεμεσης

«Μπράβο Νέμεσης» είπε ο Φερδινάνδος βαρεμένα ως συνήθως. Απορώ γιατί τον κρατάνε ακόμα. Το μόνο που σκέφτεται είναι το πώς θα ήτανε η ζωή του αν δεν ήτανε βρικόλακας. Τι ποιο απαισιόδοξο μυαλό εδώ μέσα.
«Ευχαριστώ κύριε» είπα από ευγένεια και μόνο. Πόσο πάλευα με την ιδέα να του πω να κρύψει λίγο τις σκέψεις του αλλά μετά από πολύ σκέψη ήξερα ότι ήθελα το κεφάλι μου. Η Σελέστ καθότανε σιωπηλή πίσω. Ένοιωθα την αμηχανία της. Μακάρι να μπορούσα να την βοηθήσω να νοιώσει άνετα αλλά πρώτα έπρεπε να συστηνόταν.
«Μικρή έλα μπροστά δεν θα σου κάνουμε κακό.» Της είπε ο Ματ με συμπονετικό βλέμμα. Δεν φαίνεται να πείστηκε. Οπότε έπρεπε να κάνω κάτι. «Αλήθεια λένε δεν θα σου κάνουνε κακό. Απλά θέλουνε τα στοιχεία σου να δούνε σε τι θα φανείς χρήσιμη στην νέα σου ζωή.» Της το είπα κοιτάζοντας την στα μάτια. Ήταν που κόκκινα από το φυσιολογικό των νεογέννητων. Περίεργο.
Έδειχνε να με πιστεύει και έκανε ένα βήμα μπροστά διστακτικά.
«Με λένε Destiny Selest Stevens. Δεν ξέρω τι με έφερε και δεν ξέρω γιατί με έκανε αυτός έτσι.»είπε και κατάλαβα ότι πήγε η φωνή της να σπάσει.
«Αυτός που την δημιούργησε δεν θα της είχε εξηγήσει τίποτα.» Είπε ο Μάτ τώρα σοβαρά. Νομίζω ότι το είπε στο Βένιμο γιατί δεν νομίζω να έμπαινε στον κόπο κατά τη γνώμη μου να αναφέρει κάτι στο Φερδινάνδο.
«Θα μπορούσε να μου εξηγήσει κανείς τι γίνεται εδώ;» είπε η Σελέστ με έναν τόνο ανυπομονησίας. Ξαφνικά την βλέπω να σωριάζεται κάτω και να κραυγάζει από τον πόνο.
«Τζέιν σταμάτα σε παρακαλώ!!» είπα και προσπάθησα να συγκρατήσω την φωνή μου.
«Αν πρόκειται να ξαναμιλήσει έτσι στους Φόρεστερ θα κάνει το καλύτερό μου» είπε η Τζέιν με ένα βλοσυρό ύφος και μετά σταμάτησε. Άκουγα τις ανάσες της Σελέστ σιγά σιγά να μειώνονται μέχρι που φτάσανε στους φυσιολογικούς της ρυθμούς. Μετά από ένα παρατεταμένο λεπτό σηκώθηκε στα πόδια της.
«Συγνώμη» είπε και έσκυψε το κεφάλι της. Πάλι καλά αυτά που σκεφτόταν δεν τα έλεγε δυνατά γιατί δεν νομίζω να έδειχναν άλλη επιίκια οι μεγάλοι.
«Θα μας πεις τώρα ποιος σε μεταμόρφωσε;» είπε ο Ματ τα μάτια του καρφωμένα στα δικά μου. Τι σκέφτονταν πάλι; Όλοι συνωμοτούν εναντίον του; Νομίζω ότι ο χρόνος διαστρεβλώνει τον τρόπο σκέψης.
Την κοίταξα στα μάτια να δω γιατί δε απάνταγε τόση ώρα. Το κόκκινο είχε γίνει ακόμα ποιο κόκκινο. Σαν φλόγα. Πέρα από την φωτιά στα μάτια της έβλεπα στρες. Ξαφνικά μια μυρωδιά μου ήρθε στην μύτη. Απαίσια. Το ξύλινο επιχρυσωμένο τραπεζάκι καίγονταν.
Την κοίταξα έντρομη και προσπάθησα να συγκεντρωθώ μόνο στις σκέψεις της. Εκείνη το έκανε. Πως?
«Πως το κάνεις αυτό;» ρώτησα έκπληκτη. Μπορούσε να βάλει φωτιά σε οτιδήποτε. Έτσι νομίζω δηλαδή.
«Δεν έκανα κάτι…-είπε με λυγμούς-απλά συγχήστικα γιατί θυμήθηκα εκείνον…» ήρθε και δάκρυσε στην αγκαλιά μου. Όσο προσπαθούσα να την καθησυχάσω έβλεπα τι μπορούσε να κάνει. Καθώς ηρεμούσε έσβηνε η φωτιά. Μπορούσε να κάνει τρελά πράγματα με αυτό το χάρισμα.
«Ματ πρέπει να μείνει με τους Φόρεστερ. Έχω να σου πω κάτι πολύ σημαντικά πράγματα. Δεν θες να χάσεις κάτι που μπορεί να μην σου δοθεί η ευκαιρία να το ξανασυναντήσεις πουθενά αλλού.» είπα και έτριψα συμπονετικά το μπράτσο μου στην Σελέστ.

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Πέμπτο κεφάλαιο: Φιλία




Νέμεσης

«Τζέιν δεν νομίζω ότι σου πηγαίνει το πράσινο» της είπα καθώς είχε βάλει το τέταρτο φόρεμα που είχε βρει στην τεράστια ντουλάπα μου.
Πραγματικά αυτή η κοπέλα με εξέπληττε ώρα με την ώρα με την ώρα. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να μου κρύψει κάτι. Η σκέψη της ήτανε σε κοινή θέα. Πραγματικά αυτό το χάρισμα ήτανε πολύ χρήσιμο σε μερικές περιπτώσεις και σε άλλες όχι.
«Μα γιατί δεν μου πηγαίνει καλέ;» είπε και έκανε μια σβούρα για να ξαναεκτιμήσω το φόρεμα.
«Δεν σε τονίζει. Σε κάνει ακόμα ποιο μινιόν. Πόσο ποιο μικροσκοπική γλυκιά μου;» είπα και ένα γελάκι της ξέφυγε.
«Κάτι ξέρεις παραπάνω από μένα. Φτάνει για σήμερα υποθέτω. Έχουμε ολόκληρη αιωνιότητα για δοκιμές» είπε και κάθισε στον καναπέ απέναντί μου.
«Γιατί έβαλε τον Άλεκ να πάει την Μεριλή στο δωμάτιό της;» είπα αδιάφορα. Ήξερα για ποιο σκοπό το έκανε. Το διάβαζα μέσα της.
«Αφού ήδη ξέρεις γιατί ρωτάς;» είπε και με κοίταξε με ύπουλο βλέμμα.
«Είσαι η κυρία ξερόλα τώρα. Τίποτα δεν σου ξεφεύγει. Και είναι σπαστικό.» είπε και έκανε έναν μορφασμό. Μετά μου έβγαλε παιδιάστικα την γλώσσα της.
«Απλά κουβέντα να γίνεται.» είπα και κάθισα τεμπέλικα στο κρεβάτι.
«Πως είναι να μην διψάς;» είπε και ένοιωσα την περιέργεια να καίει τα μάτια της.
«Εμένα μου φαίνεται πολύ φυσιολογικό. Δεν νοιώθω αποστροφή προς όλους τους τρόπους σίτισης αλλά δεν με ελκύουν να τους δοκιμάσω. Να κάνω και εγώ τώρα μια ερώτηση;»είπα και έδωσα λίγη ένταση στην φωνή μου.
«Ότι θες και ξέρω θα το μάθεις.» είπε και ανασήκωσε τους ώμους της.
«Τι ξέρεις για τους unblooded;» είπα και μετακινήθηκα ασυναίσθητα προς τα μπρος με τα δυο μου χέρια κάτω από το σαγόνι μου.
«Να… όπως λέει και το όνομά τους και όπως ήδη γνωρίζεις δεν τρέφονται με αίμα. Με τίποτα. Είναι λιγότερο δυνατοί από τους ‘φυσιολογικούς’ βρικόλακες. Δεν είναι τόσο παγωμένοι ούτε το δέρμα τους λαμπιρίζει. Απλά έχει μια γυαλάδα. Τα μάτια τους στην αρχή-μέχρι να καταναλώσει ο οργανισμός τους το περιττό ανθρώπινο αίμα γι’ αυτούς-είναι κόκκινα. Μετά από λίγο καιρό, δυο με τρεις μήνες, παίρνουνε το χρώμα που είχες όταν ήσουνα άνθρωπος. Η διαφορά με τους ανθρώπους είναι κύριος ότι είναι ποιο δυνατοί ,ποιο γρήγοροι, ποιο έξυπνοι, ποιο όμορφοι και ποιο σκληροί από τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να τους καταλάβουνε εύκολα εκτός αν κάνουνε κάτι μη ανθρώπινος δυνατόν.» είπε ξερά λες και τα είχε επαναλάβει στην μητέρα του για πολλοστή φορά.
«Τα μάτια μου σε τρεις μήνες δεν θα έχουνε αυτό το φτικιαστηκό κόκκινο; Θα είναι ξανά πράσινα;» είπα με φανερό ενθουσιασμό. Θα είχα πράσινα ζεστά μάτια ξανά σε λίγους μόνο μήνες!
Ακολούθησε μια παύση ενός λεπτού. Ήμουνα τόσο χαρούμενη! Μόνο οι ανάσες μας ακούγονταν. Η δική της ρυθμική και αργή ενώ η δική μου πολύ γρήγορη και ακανόνιστη. Τι διαφορά!
«Ναι πήγαινε και μάζεψε την. Και πες στον αδελφό σου να κόψει τις βρόμικες σκέψεις γιατί θα τον κανονίσω.» είπα και γέλασε. Μια σοπράνο μινιατούρα.


~~~~~~~~~~~

«Πες μου τι έγινε με κάθε λεπτομέρεια μικρή. Ακόμα και αν ξέρω ήδη η φίλη σου από δω δοκίμασε κάθε ρούχο που υπήρχε στην ντουλάπα επειδή δεν είχε τι να κάνει. Οπότε πες της τα όλα.» είπα με αυστηρό τόνο.
Η Μεριλή περιεργάστηκε την έκφρασή μας για λίγο. Μετά χαμήλωσε το βλέμμα κάτω και άρχισε να παίζει με τα δάχτυλα της. Έψαχνε να βρει τις λέξεις. Οι σκέψεις της ήτανε ένα κουβάρι που προσπαθούσε να ξεμπλέξει. Είπα να βοηθήσω λίγο.
«Αφού σε πήγε στο δωμάτιό μετά τι έγινε;» ρώτησα εγώ προσποιούμενη ότι ανυπομονούσα να μάθω την συνέχεια που ήξερα ήδη. Δεν θα έλεγα κουβέντα αν δεν μας έλεγε πρώτη εκείνη τι έγινε. Σήκωσε λίγο το κεφάλι της και ξεκίνησε την αφήγησή της.
« Μου διάλεξε το ποιο τέλειο δωμάτιο που θα μπορούσα να είχα ονειρευτεί ποτέ. Με ξενάγησε λίγο μέσα στον χώρο…» κόμπλαρε λίγο.
«Όταν μίλησε ένοιωσα σαν να είχε το στομάχι μου πεταλουδίτσες.» είπε και την είδα να αναρριγεί.
«Έχει τόσο τέλεια φωνή…» είπε και κοίταζε τώρα στο κενό. Έβλεπα τις αναμνήσεις να περνάνε στιγμιαία από το μυαλό της και μετά αποφάσισε να συνεχίσει.
«Μετά είχαμε έναν μικρό διάλογο και…»σταμάτησε.
Γύρισα προς την μεριά της Τζέιν. Σάστισα. Ήταν έτοιμη να σπάσει το πάτωμα. Το πόδι της δεν χτυπούσε απαλά αλλά πάρα πολύ δυνατά και γρήγορα. Δεν έπρεπε να χαλάσει το τόσο ωραίο ξύλο. Στη σκέψη μόνο να κατακρεουργεί όλο το δωμάτιο φρίκη βγήκε στο πρόσωπό μου. Η Μεριλή έσκυψε το κεφάλι σαν να ντρεπότανε.
«Όχι Μεριλή δεν φρίκαρα για αυτό που έγινε αλλά φοβάμαι πως αν δεν πεις γρήγορα η Τζέιν δεν πρόκειται να αφήσει τον πύργο ολόκληρο.» είπα και γέλασα. Η Τζέιν δεν έδωσε σημασία και παροτρύνε με το χέρι της την Μεριλή να συνεχίσει.
«Και;» είπε η Τζέιν με μια φωνή που ήταν τόσο σιγανή και γρήγορη όσο μια ανάσα.
«…Με φίλησε….η καλύτερα φιληθήκαμε…» είπε και νόμιζα πραγματικά ότι θα είχε κοκκινίσει με την ένταση που μας το παρουσίασε.
Δεν πρόλαβα την Τζέιν όταν έτρεξε και την αγκάλιασε. Η Μεριλή ένοιωθε προφανώς άβολα για αυτά που είχε αποκαλύψει αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι.
«Αχ το ήξερα…το ήξερα!»είπε η Τζέιν και ένα δηλητηριώδες δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.
«Τζέιν κόψε το μελό.»είπα. Απλά χαιρότανε που ο αδερφός της δεν θα την πίεζε για να μάθει αν η Μεριλή τον ήθελε. Είδα το πρόσωπό της να ανακουφίζεται και να ηρεμεί.
«Ήταν τόσο τέλεια τόσο ονειρικά. Φιλάει υπέροχα το ήξερες» είπε στην Τζέιν με ενθουσιασμό.
«Δεν είχα πειραματιστεί στο παρελθόν…» την πείραξε.
Εγώ λέω να ετοιμαστείτε για το κυνήγι. Ο Ματ είναι πολύ διψασμένος και δεν θα περιμένει.» Είπα.
«Ω Μεριλή…δεν έχω λόγια… Λοιπόν κοίταξε να δεις. Δεν θέλουμε να το μάθει το ‘αρχηγείο’ ακόμα. Αλλά θα παρακινήσω τους άλλους να κυνηγήσουνε αρκετά μακριά από εσένα με την δικαιολογία ότι είσαι νεογέννητη και θες τον χώρο σου τώρα στην αρχή. Και θα πω στον Ματ να αφήσει και τον Άλεκ μαζί σου γιατί αν συμβεί οτιδήποτε θα μπορεί να σε κουμαντάρει εύκολα! Τι τέλειο άλλοθι!»χειροκρότησε τον εαυτό της.
«θέλετε τα κεφάλια σας έτσι;» είπα με φωνή βαρετή και απειλητική ταυτόχρονα. Εκείνες γύρισαν τα μάτια ταυτόχρονα και είπε η Τζέιν.
«Στριμένη δεν μας αφήνεις να χαρούμε. Τι φίλη είσαι εσύ μου λες;» είπε και έφυγε καμαρωτά από το δωμάτιο.
«Μεριλή περίμενε μια στιγμή.» είπα με χαλαρό ύφος.
«τι θέλεις;» είπε.
«Να να περνάς καλά με τον Άλεκ και σε παρακαλώ πολύ βάλε την στην απομόνωση είναι εκνευριστικά χαρούμενη. Και να την ακούω διπλά δεν αντέχεται.» έστριψα το χέρι μου όπως κάνουνε οι άνθρωποι όταν θέλουνε να δείξουνε ότι κάποιος είναι τρελός. Με κοίταξε με ένα βλέμμα συμπόνιας και μετά με αγκάλιασε.
«Θα κάνω ότι μπορώ. Αν με δαγκώσει βάλτης φόλα.» είπε και με θεατρικό τρόπο έτριψε τα χέρια της σαν κακός. Γελάσαμε και της έγνεψα να φύγει.

~’~

«Νέμεσης έρχεσαι μια στιγμούλα σε παρακαλώ;»είπε ο Βένιμος με βλέμμα σκεπτικό.
«Τι με θέλετε;» ρώτησα ευγενικά.
«Να…-δείλιασε-σήμερα ήρθε μια καινούρια νεογέννητη» σταμάτησε να δει την έκφρασή μου. Φαίνεται να τον ικανοποίησε αυτό που είπε και συνέχισε «Το όνομά της είναι Destiny Selest Stevens.» είπε. Γιατί μου είχε τονίσει το όνομα;
«Σε τι μπορώ να βοηθήσω;» είπα πρόθυμα.
«Να αν μπορούσες να μας πεις τον λόγω για τον οποίο ήρθε θα σε ευγνωμονούσα.» είπε τελικά.
«δεν μπορεί να τον πει σε εσάς;» είπα φανερά μπερδεμένη.
«Δεν μας έχει εμπιστοσύνη και δεν θέλουμε να της κάνουμε κακό. Μπορεί να μας φανεί πολύ χρήσιμη.» είπε.
«Όπως επιθυμείτε» .
Κατέβικα σαν σίφουνας κάτω εκεί όπου την είχανε.
Ήταν Ποιο ψηλή από εμένα. Μακριά καστανά μαλλιά και κόκκινα μάτια. Χαρακτηριστικά πολύ όμορφα ακόμα και για μένα. Το σώμα της γαλλικού μοντέλου. Είχε πολύ νεανικό ντύσιμο. Πρέπει να ήτανε γύρω στα 13-14. Πολύ μικρή. Φορούσε έναν ξεφτισμένο τζιν σωλήνα και μια κολιτή αμάνικη μπλούζα. Δύο κρίκοι ήτανε περασμένη στα αφτιά της.
«Μικρή γιατί δεν μιλάς; Φοβάσαι μήπως σου κάνουνε κακό;» είπα όσο ποιο ήρεμα μπορούσα.
Δεν φάνηκε να την πείθω.
«Ξέρεις εγώ μπορώ να διαβάζω το μυαλό οποιουδήποτε και δεν νομίζω να θες να μπω μέσα του.» είπα. Αυτό φαίνεται να είχε κάποια ανταπόκριση.
«Τι θέλεις;»είπε μέσα από τα δόντια της.
«Θέλω απλά να σε λογικέψω. Δεν υπάρχει κίνδυνος εδώ. Ο μόνος κίνδυνος εδώ είσαι εσύ.» είπα ψύχραιμα αλλά δεν άφησα κανένα συναίσθημα να φανεί στο πρόσωπό μου και να με προδώσει.
Ξαφνικά άρχισε να κλαίει και να βάζει τα χέρια της να διώξει τα δάκρυα.
«είπε ότι δεν θα μου έκανε κακό αλλά τελικά δεν κρατήθηκε.» είπε κλαίγοντας με αναφιλητά. Πήγα και την αγκάλιασα συμπονετικά. Ήξερα τον πόνο της. Από τότε που ξεκίνησα να διαβάζω το μυαλό της Μεριλή ήξερα πως ένοιωθε.
«Έχει τύχει πολλές φορές αυτό δεν πειράζει. Τώρα σε άφησε ήσυχη.» είπα και προσπάθησα να κρατήσω την φωνή μου σταθερή.
«Εγώ ήμουνα μαζί του 2 χρόνια. Ένα χρόνο μεγαλύτερος μου. Απλά ήταν αγνή αγάπη από το μέρος μου….εκείνος όμως αθέτησε την υπόσχεσή του….» είπε και έχω σε το κεφάλι της στον ώμο μου κλαίγοντας.
«Λοιπόν τώρα έχεις μια καινούρια ζωή. Και μια καινούρια φίλη Σελέστ. Εμένα μην φοβάσαι τίποτα!» της είπα και ξεκινήσαμε να ανέβουμε τα σκαλιά.

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

how i start it

Λοιπόν μια μέρα καθόμουνα στον υπολογισ΄τη και διάβαζα διάφορα fanfic...Είχα ήδη φτιάξει μια ιστορία με τους χαρακτήρες του twilight saga αλλά δεν μου ΄λαρεσε που αντέγραφα τους χαρακτήρες της stephenie. Έτσι αν και ακόμα ήθελα να φτιάξω μια ιστορία αποφάσησα να φτιάξω δικούς μου χαρακτήρες και το μόνο που κρλατησα ήταν η jane & ο Alec! Πραγματικά από τους αγαπημένους μου χαρακτήρες! Οπότε άρχισα να σκέφτομαι ονόματα.....το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό ήταν η Νέμεσης αλλά δεν την ήθελα ως τον κεντρικό ρόλο. Μετά έσπαγα το κεφάλι μου να βρω ένα όνομα της προκοπής και βρήκα την Μεριλή. Άρχισα να σκέφτομαι πως να διαμορφώσω τους χαρακτήρες ώστε να εκφράζουν προς τα έξω τι πραγματικά σκεφτόμουνα για αυτούς.Πιστεύω ότι αν και δεν γράφω τόσο καλά μπορώ να γράφω κάτι που έυκολα κάποιος μπορεί να διαβάσει. Και έτσι άρχισα την ιστορία μου.

Τώρα για το blog μου. Απλά ειχα δει την ιδέα που είχανε πάρει όλοι για να έχουνε έναν δικό τους ιστιότοπο μόνο για τις ιστορίες τους και αακολούθησα και εγώ!

Αυτά λοιπόν με λίγα λόγια για το πως ξεκίνησα αυτό εδώ!

Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Τέταρτο κεφάλαιο: Αποκαλύψεις.


Alec

Δεν μπορώ να καταλάβω τι μου συμβαίνει όταν την βλέπω. Μου είναι αδύνατον να μην την προσέξω. Όταν με κοίταξε με τα τόσο μεγάλα κόκκινα μάτια της ήθελα να τρέξω να την αγκαλιάσω! Να την φιλήσω. Αλλά ντράπηκα. Το τόσο αδέξιο φλερτ της με κολάκευε. Ήθελα πολύ να την φλερτάρω κάπως καλύτερα αλλά το κλείσιμο του ματιού ήταν απλά για να της δείξω το ενδιαφέρον μου. Όταν εκείνη την στιγμή έσκυψε το τόσο λεπτεπίλεπτο κεφαλάκι της προς τα κάτω και ένωσε τις μύτες των ποδιών της τότε ήμουνα σίγουρος.

Σήκωσε αργά το κεφάλι της να με κοιτάξει. Εκείνη την στιγμή ένοιωθα το δηλητήριο να πάλετε μέσα στις φλέβες μου. Να με καίει από μέσα προς τα έξω. Ένοιωθα την κρύα παγωμένη καρδιά μου να ζωντανεύει αλλά αυτό ήταν μια παραίσθηση του δηλητηρίου. Έκανα μάταιες προσπάθειες να σταματήσω να έχω καρφωμένα τα μάτια μου πάνω της. Πάνω στα τόσο αδιάκριτα κοντά μαλλάκια της, στην τόσο μινιόν σιλουέτα της στα χείλη που ήθελα τόσο να γευτώ. Ήθελα να την νοιώσω με έναν τρόπο που δεν είχα με άλλη κοπέλα. Την ήθελα μόνο δική μου. Κανένας δεν ήθελα να την είχε στο μυαλό του με τον τρόπο που την είχα εγώ. Να κάναμε μαζί πράγματα που θα μας άρεσαν. Θα ήθελα πολύ να ήμασταν μαζί στο μπάνιο και…

Εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησα την τροπή της σκέψης μου και το δηλητήριο με έκαιγε πραγματικά εκείνη την στιγμή. Έτσι προσπάθησα να συγκεντρωθώ σε ένα άσπρο περιστέρι που καθότανε στο ποιο ψηλό παράθυρο. Χρειάστηκα όλη την αυτοσυγκέντρωση μου για να αδειάσει το μυαλό μου τουλάχιστον από τις προχωρημένες σκέψεις. Τα κατάφερα.

«Με χαρά θα θέλαμε να μείνουμε μαζί σας» είπε η φίλη της, η Νέμεσης αν δεν κάνω λάθος. Είδα την Τζέιν να χοροπηδάει από την χαρά της και να αγκαλιάζει την Μεριλή. Με κοίταζε και ένοιωθα ότι και εκείνη είχε την ίδια ένταση με εμένα. Πραγματικά νόμιζα ότι δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο. Ανέβασα το βλέμμα μου ψηλά για να βρω το άσπρο περιστέρι αλλά το μόνο που είδα προς έκπληξή μου ήταν ένα γεράκι στην θέση του.

«Ο Alec και η Jane θα σας δείξουνε τα δωμάτιά σας. Χαιρόμαστε που επιλέξατε να μείνετε μαζί μας.» είπε ο Ματ και χαμογέλασε.

~~~

Η Jane επίτηδες έβαλε εμένα να συνοδέψω την Μεριλή στο δικό της δωμάτιο. Δεν την αντέχω αυτήν την κοπέλα. Αλλά δεν μπορώ να της πάω κόντρα κι όλας… με έχει κάνει κομμάτια άμα της φέρω αντίδραση .

Η Μεριλή ήτανε πάντα πίσω μου. Ένοιωθα τον εκνευρισμό και το άγχος που ένοιωθε ένας ατάλαντος ηθοποιός που δεν είχε διαβάσει τα λόγια του και ήτανε έτοιμος να βγει έξω στην πρεμιέρα. Καθόλου καλό σημάδι. Προσπάθησα να βγάλω αυτό το άγχος- καθώς προχώραγα προς το πάνω όροφο που ήτανε η βιβλιοθήκη, πάντα κατευθυνόμενος προς τον τρίτο όροφο- σκεπτόμενος το σημερινό κυνήγι. Σκέφτηκα για μια στιγμή να χρησιμοποιήσω το χάρισμά μου πάνω μου για να ηρεμήσω αλλά ήξερα ότι δεν πρόκειται να γινότανε αυτό ποτέ οπότε άφησα την σκέψη να περιπλανηθεί στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Προσπάθησα να δείχνω άνετος. Όχι σαν να είμαι ο κυρίαρχος του κτιρίου ή κάτι τέτοιο αλλά να έδειχνα ότι δεν με είχε επηρεάσει. Αν δεν το κατάφερνα στην κατάσταση πλήρης αδιαφορίας-πραγματάκι αδύνατον γιατί η υπερβολικά μεγάλη πίεση του δηλητηρίου μέσα στο κεφάλι μου, μου δημιουργούσε ζαλάδα(τώρα είμαι και η ντροπή των βρικολάκων….βρικόλακας με ημικρανίες που στο δ@@@@ ακούστηκε αυτό)- να πετύχαινα έστω κάτι λιγότερο αλλά να μην έβλεπε ότι καιγόμουνα για εκείνη. Όχι τόσο.

Έτσι λοιπόν συνέχισα να προχωράω ακάθεκτος κοιτώντας τα ‘νερά’ του μαρμάρου στο μάτωμα. Ήθελα να γυρίσω να την αντικρίσω αλλά δεν μπορούσα. Φοβόμουν ότι θα έχανα τον έλεγχο.

Φτάσαμε στον τρίτο όροφο. Τον όροφο με τα ποιο πολυτελή δωμάτια στην γη. Δεν θα το παινευτώ αλλά οι Φόρεστερ θέλουμε ότι καλύτερο σε ότι αφορά τον τομέα αναψυχής. Ο Ματ πάντα είχε ένα ξεχωριστό πολύτιμο πέρα από κάθε ανθρώπινη φαντασία θησαυρό σε κάθε δωμάτιο. Αυτός που συνόδευε το άτομο προς το δωμάτιό του αυτός ήταν που επέλεγε ποιο ήταν το κατάλληλο για τον φιλοξενούμενο. Εγώ για την Μεριλή είχα διαλέξει το δωμάτιο της ρουμπινένιας καρδιάς. Αυτό το κόσμημα κάποτε ανίκε στην βασίλισσα Φρειδερίκη.

Όταν φτάσαμε έξω από την βαριά ξύλινη επιχρυσωμένη πόρτα γύρισα και την κοίταξα. Δεν συνάντησα το βλέμμα της. Καθόταν απλά και κοίταζε με φανερό θαυμασμό τα σχέδια της πόρτας. Καθάρισα τον λαιμό μου για την κάνω να στέψει την προσοχή της πάνω μου. Με το που πρόσεξα ότι με κοίταγε άνοιξα την πόρτα σαν σωστός κύριος και της είπα να περάσει. Την συνόδεψα μέχρι μέσα.


Μεριλή


Η πόρτα έξω που είχε τραβήξει το βλέμμα μου δεν συγκρίνονταν με τίποτα με αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου αυτήν την στιγμή.

Ένα τεράστιο κρεβάτι με ουρανό στο κέντρο του δωματίου. Λες και το χρειαζόμουνα, σκέφτηκα και ένα γελάκι έφυγε από τα χείλη μου. Τα σεντόνια άσπρα στο χρώμα του πάγου. Πάνω τους κεντημένο πολύ προσεκτικά ήταν το γράμμα F. Από το φόρεστερ πιθανότατα. Απέναντι από το κρεβάτι δέσποζε μία τεράστια τουαλέτα με ότι μπορεί να θέλει κανείς εκεί πάνω. Προχώρησα λίγο ποιο μέσα και το μάτι μου έπιασε άλλη μία πόρτα. Προχωράω και βάζω το χέρι μου στο πόμολο προσεκτικά. Παίρνω μια περιττή ανάσα και την ανοίγω.

Ο χώρος που θα ήθελε κάθε γυναίκα σαν την Νέμεσης. Μία τεράστια ντουλάπα με ρούχα στοιβαγμένα προσεκτικά το ένα δίπλα στο άλλο. Στο κέντρο υπήρχε κάτι σαν τραπέζι που είχε πάνω τον μανδύα που θα φόραγα από ότι φαίνεται εδώ μέσα στο κάστρο, έναν φάκελο και ένα περιδέραιο που πάνω είχε μια ρουμπινένια καρδιά.



Πήγα την πήρα στα χέρια μου με θαυμασμό και πρόσεξα ότι και εκείνη μέσα της είχε χαραγμένο το γράμμα F . Αυτό θα ήτανε το οικόσημό μου.

Γυρνάω πίσω για να ξαναμπώ στην κρεβατοκάμαρα και o Άλεκ ήταν ακόμα εκεί και με παρατηρούσε. Αυτόματα έριξα το κεφάλι μου κάτω ντροπαλά.

«Ελάτε να σας δείξω και το μπάνιο σας»είπε και έδειξε με το χέρι του προς τα αριστερά.

«Θα σε πείραζε να μιλάγαμε στον ενικό; Άλεκ, Μεριλή χωρίς τους τύπους.» είπα και αμέσως είδα τα μάτια του να λάμπουνε. Ένοιωθα μία με το πάτωμα.

«Αφού το επιθυμείς.» είπε και μου χαμογέλασε. Προχώρησε μέσα από έναν μικρό διάδρομο και τον ακολούθησα. Σταματήσαμε και οι 2 την ίδια στιγμή. Μια άλλη γιγαντιαία πόρτα υπήρχε μπροστά μας. Την άνοιξε και μου έκανε να περάσω.

Το μπάνιο ήταν εξίσου μεγάλο με την κρεβατοκάμαρα.

«Ω!» ήταν το μόνο που μπορούσε να βγει από το στόμα μου.

Μία μπανιέρα σε διαστάσεις υπέρδιπλου κρεβατιού γεμάτη με νερό καλυμμένη με σαπουνάδες βρίσκονταν στα δεξιά μου. Από δίπλα από τους βελουτέ τοίχους Υπήρχε ένα μικρός καταρράχτης που κατέληγε σε μια μικρή λιμνούλα που πάνω της υπήρχανε νούφαρα με κόκκινα κεράκια. Πήρα μια ανάσα και τα αρώματα με κατέκλισαν. Ο συνδυασμός τριαντάφυλλου και φρέζας ήταν τόσο τέλεια ισσοροπημένος. Γύρισα το κεφάλι μου και διέκρινα έναν καθρέφτη να πιάνει όλο τον τοίχο. Γύρω του υπήρχαν μικρά ράφια με βάζα γεμάτα με φρέζες και τριαντάφυλλα. Και κάτω στην μέση στο μήκος του εκτίνονταν ένας νιπτήρας κόκκινος στο σχήμα μεγάλου ανοιγμένου τριαντάφυλλου. Δίπλα όλα τα σύνεργα για περιποίηση μαλλιών προσώπου και σώματος. Θα έμπαινα ποτέ στον πειρασμό να τα χρησιμοποιήσω και μια σκέψη πέρασε από το μυαλό. Αυτόματα έσκυψα το βλέμμα μου κάτω. Πιθανότατα αν ήμουνα άνθρωπος θα είχα κοκκινίσει. Δίπλα από τον καθρέπτη υπήρχανε λευκές πετσέτες πάλι με το χαρακτηριστικό F.

«Λοιπόν πως σου φαίνεται Μεριλή;» είπε. Πριν δεν είχα προσέξει την τελειότητα της φωνής του. Βελούδο και μετάξι. Με έκανε να ανατριχιάσω.

«Πολύ τέλειο. Σίγουρα αυτό σου είπανε να μου δώσεις για να ξέρω άμα είναι να προσγειωθώ.» είπα χωρίς να τον κοιτάζω.

«Εμ αυτός που μεταφέρει το άτομο στο δωμάτιό του αυτός το διαλέγει.» είπε και συμπλήρωσε αμήχανα «πρέπει να πάω να κανονίσω για το κυνήγι με συγχωρείς.» πήγε να φύγει αλλά του έπιασα το χέρι άθελά μου. Δεν χαμήλωσα το βλέμμα μου.

«Εσύ επέλεξες αυτό το δωμάτιο για εμένα;» είπα με φωνή σταθερή και μάτια γεμάτα απορία έκπληξη και μια δόση από κάτι που δεν είχα ξανανιώσει. Ένοιωσα μια σταγόνα από δηλητήριο να κυλάει από τα μάτια μου. Το είχε επιλέξει αυτό για μένα? Τότε ξέσπασα σε λυγμούς και έκανα κάτι που δεν το περίμενα. Είχα δέσει τα χέρια μου γύρω από την μέση του και είχα ακουμπήσει το κεφάλι μου στο στέρνο του.

«Ευχαριστώ πολύ» είπα ακόμα με λυγμούς. Το δηλητήριο που είχα χύσει σήμερα θα αρκούσε για να μεταμορφώσει ολόκληρο στρατό. Εκείνη την στιγμή προσπάθησε να με απελευθερώσει από πάνω του αλλά δεν τα κατάφερε. Ένοιωσα το στόμα του πάνω στα μαλλιά μου.

«Δεν ξέρεις πόσο σημαντική είναι για μένα η ευτυχία σου.» κατάφερε και είπε. Τώρα όλα τα κομμάτια είχανε συμπληρωθεί. Καμία απορία για τους δυο μας καμία αμφιβολία. Όλα πλέον ήταν ξεκάθαρα. Με αγαπούσε τον αγαπούσα… μετακίνησα έτσι το κεφάλι μου ώστε να μπορώ να βλέπω τα μάτια του.

Έσκυψε και με φίλησε απαλά. Η καρδιά μου είχε φύγει από την θέση της. Έψαχνε να συναντήσει την δική του.

Κεφάλαιο τρίτο:Συστάσεις

Κεφάλαιο τρίτο: Συστάσεις


« Καλώς ήρθατε στο δάσος των λύκων αγαπητές μου.» είπε ένας από τους 5 που βρισκότανε στον κεντρικό θρόνο. Φαίνονταν ποιο αρχαίος και σοφός από τους άλλους άρα πιθανότατα ο αρχηγός εδώ πέρα. Ήτανε ψηλός και λεπτός. Είχε μακριά μαύρα σαν κάρβουνο μαλλιά που έπεφταν στους όμως του. Είχε κόκκινα μεγάλα μάτια που μέσα τους μπορούσα να διακρίνω την επίδραση των τόσων χιλιάδων χρόνων στην συμπεριφορά του. Φορούσε κουστούμι σε χρώμα μαύρο που νόμιζα ότι μπλέδιζε. Στην τσέπη στο στήθος του είχε ένα κόκκινο μαντίλι. Και οι άλλοι τρεις που κάθονταν στους θρόνους τους, με φανερή περιέργεια για εμάς τις νεοφερμένες, είχαν ακριβός την ίδια ενδυμασία. Ο καθένας όμως είχε την προσωπική του μοναδική κόμμωση. Αυτός που κάθονταν στα δεξιά του είχε κοντά άσπρα μαλλιά που δεν είχαν κανένα ιδιέταιρο σχήμα. Εκείνη την στιγμή θυμήθηκα εκείνον είχανε την ίδια ακριβώς κόμμωση. Ο θυμός άρχιζε να βράζει μέσα μου. Ήταν λες και υπήρχε το ηφαίστειο της Αγίας Ελένης μέσα μου και ήταν έτοιμο να εκραγεί. Πάλι καλά που ήτανε η Νέμεσης δίπλα μου και μου κρατούσε το χέρι, έτσι το κτίσμα και οι παρεβρησκόμενοι θα παρέμεναν άθικτοι. Πρόσεξα και τον άλλον στα αριστερά του. Αυτός ήταν ο ποιο σκεπτικός. Είχε ζάρες στο πρόσωπο αλλά και πάλι δεν έπαυε να μοιάζει να τον ενδιαφέρει και πολύ η εμφάνισή του. Φαίνεται να την είχε παραμελήσει. Τα σπαστά καστανά μαλλιά του έφταναν μέχρι την μέση του. Τα μάτια του όμως ήταν στο χρώμα του ζαφειριού. Δεν το καταλάβαινα αυτό. Ήτανε βρικόλακας αλλά και πάλι αντί για κόκκινα μάτια είχε κάθε άλλο παρά κόκκινα. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τι το προκαλούσε αυτό αλλά δεν έδωσα και πολύ σημασία. Μετά το βλέμμα μου μεταφέρθηκε σε 2 άλλους. Ήταν ένα κορίτσι και ένα αγόρι. Στην ηλικία μου ή ίσως και ποιο μικροί δεν ξέρω. Η κοπέλα ήταν μικροκαμωμένη με καστανά μακριά μαλλιά. Τα μάτια της κοιτούσαν απειλητικά πάνω μας αλλά δεν της ανταπέδωσα την ματιά. Φορούσε ένα ροζ σατέν φορεματάκι που το μάκρος του έφτανε μέχρι τα γόνατά της. Την έκανε να φαίνεται πολύ γλυκιά. Μετά κοίταξα προς το αγόρι. Ήταν τόσο όμορφος. Αν η καρδιά μου χτυπούσε ακόμη νομίζω ότι θα υπερλειτουργούσε αυτήν την στιγμή και ξέρω ακριβός τον λόγω. Νομίζω πως βρήκα το έτερον μου ήμησι. Ήταν ποιο ψηλός από την κοπέλα ίσως και από μένα-καλό αυτό- τα μαλλιά του ήταν κοντά καστανά. Το πρόσωπό του τόσο όμορφο και παιδικό αλλά μέσα του έκρυβε το τέλειο αγόρι για εμένα. Φορούσε και αυτός παρόμοια φορεσιά με τους υπόλοιπους άντρες. Ήταν τόσο τέλειος. Μου χαμογέλασε και άφησε να φανεί η τέλεια οδοντοστοιχία του. Η Νέμεσης άφησε ένα μικρό γελάκι να φύγει. Αν μπορούσα να κοκκινίσω θα το είχα κάνει ήδη.

Ο χώρος γύρω μας είχε την αρχιτεκτονική που υπήρχε στην Ευρώπη κατά τα τέλη του 15 αιώνα. Μαρμάρινη αίθουσα αλλά δεν λίπανε και πλάκες που πάνω τους γραμμένα με λατινικά ήταν κάποιοι νόμοι. Το κατάλαβα από την επικεφαλίδα αλλά δεν ήξερα να μεταφράσω τα υπόλοιπα.

Γύρισα στην πραγματικότητα όταν αυτός στο κέντρο άρχισε να συστήνεις τον εαυτό του και τους γύρω του.

«Κυρίες μου εγώ είμαι ο Ματ. Στα δεξιά μου ο Φερδινάνδος και στα αριστερά μου ο Βένιμος.- έκανε μια μικρή παύση και στράφηκε προς την πλευρά των ‘’μικρών’’- Από εδώ η Τζέιν και ο Άλεκ. Θα ήταν αγένεια να μην ξέρατε να ονόματα αυτών που σας κυριαρχούν. Θα μπορούσαμε να μαθαίναμε και τα δικά σας;» είπε με υπομονετική φωνή.

Πήρα την πρωτοβουλία να απαντήσω εγώ.

« Εγώ είμαι η Μεριλή και από εδώ η αδελφική μου φίλη η Νέμεσης.» Είπα και έδειξα περήφανα την Νέμεσης. Μου χαμογέλασε. Τα δόντια της ήταν ποιο άσπρα από ποτέ. Μετά ξαναγύρισα το βλέμμα μου στον Ματ.

« Είστε ευπρόσδεκτες αρκεί να μάθετε τον βασικό κανόνα των βρικολάκων. Ποτέ μην δείξετε στους ανθρώπους – έκανε έναν μορφασμό αηδίας- τι είστε. Είδος πρέπει να μείνει μόνο στις φαντασίες των ανθρώπων.» είπε και προτού τελειώσει τον διέκοψε ο Φερδινάνδος.

«Οι Φόρεστερ δεν δίνουν δεύτερες ευκαιρίες. Συνέχισε Ματ.» είπε και έδειξε προς τον βρικόλακα που λέγεται Ματ.

« Θα μπορούσατε τώρα να μου συστηθείτε σαν βρικόλακες;» είπε και έβλεπα το ενδιαφέρον και την περιέργεια να έκαιγε μέσα στα κατακόκκινα μάτια του.

Ένευσα στην Νέμεσης να ξεκινήσει. Ούτως η αλλιώς εκείνη ήταν αυτή που ήξερε τα περισσότερα.

« Νομίζω ότι ανήκω στην κατηγορία unblooded γιατί όταν κυνήγαγε η Μεριλή δεν έδωσα καμία σημασία ούτε ένοιωσα ποτέ κάψιμο στον λαιμό μου.» είδα τον Ματ και τους υπόλοιπους να μένουν έκθαμβοι. Λες και η Νέμεσης ήτανε κάτι ξεχωριστό. Ναι είχε την τέλεια αυτοσυγκράτηση. Βασικά δεν είχε την ανάγκη καν για αίμα. Συνέχισε.

« Ακόμα μπορώ να διαβάζω τις σκέψεις όλων των πλασμάτων. Αυτό είναι το χάρισμα που μου δόθηκε.» Έκανε ένα βήμα πίσω.

«Εκπληκτικό, δεν έχω γνωρίσει πολλούς unblooded στην ζωή μου και μάλιστα με χάρισμα. Συναρπαστικό.» είπε. Εκείνη την στιγμή νευρίασα και έκανα κάτι που δεν έπρεπε. Χρησιμοποίησα το χάρισμά μου ξανά πάνω στην Νέμεσης. Έπεσε κάτω και σφάδαζε από τους πόνους. Χρειάστηκα όλη μου την αυτοσυγκέντρωση για να κατευνάσω τον θυμό μου έτσι ώστε να σταματήσω να την κάνω να υποφέρει. Πραγματικά δεν έπρεπε να είχα νευριάσει και να της το κάνω αυτό. Της το είχα υποσχεθεί.

Όταν ηρέμησα την βοήθησα να σηκωθεί και εκείνη λαχανιασμένη με κοίταξε με βλέμμα γεμάτο απορία. Κοίταξα προς την μεριά των ‘μικρών’ φόρεστερ. Είδα τα μάτια της Τζέιν να λάμπουνε από χαρά. Χάρηκε με τον πόνο της Νέμεσης; Αναρωτήθηκα.

«Δεν χάρηκε ιδιαίτερα επειδή με έκανες να πονέσω αλλά επειδή αυτήν την στιγμή κατάλαβε εκείνη, όπως και όλοι μας ότι έχετε το ίδιο χάρισμα. Νομίζω ότι σε συμπάθησε πολύ. Ξανακοίταξα προς την μεριά των 2 τους και την είδα να κάνει μικρά άλματα και να έρχεται προς το μέρος μου.

« Είναι καταπληκτικό! Επιτέλους βρήκα έναν με το ίδιο χάρισμα με εμένα! Θα ήθελα πολύ να σε γνωρίσω καλύτερα!» είπε με τον ενθουσιασμό να ξεχειλίζει από μέσα της. Της χαμογέλασα και εγώ. Μάλλον βρήκα ένα άτομο στο ίδιο μήκος τρέλας με το δικό μου. Κοίταξα ξανά πίσω προς τον Αλεκούκο μου …ε λάθος Άλεκ. Προς μεγάλη μου έκπληξη μου έκλεισε το μάτι. Εκείνη την στιγμή δεν ήξερα τι συναισθήματα είχα. Ένοιωθα λες και ήμουνα έτοιμη να εκραγώ αλλά αυτήν την φορά όχι από θυμό αλλά θα γινότανε μια έκρηξη από τα καλύτερα συναισθήματα που δεν είχα νοιώσει ποτέ τόσο έντονα! Αχ Άλεκ.

Κοίταξα προς τα δεξιά και είδα τους Ματ, Φερδινάνδο, Βένιμο να με κοιτάνε σαν δεν ξέρω κι εγώ τι. Ένωσα τις μύτες των ποδιών μου και κοίταξα το πάτωμα από ντροπή. Η Τζέιν ήρθε δίπλα μου και μου σήκωσε το κεφάλι. Και πήγε κοντά στο αυτί μου και μου ψιθύρισε.» και εκείνου του αρέσεις πολύ» είπε και απομακρύνθηκε για να με κοιτάει στα μάτια. Αλήθεια του αρέσω το είδα στα μάτια του και στα δικά της!!! Μετά μου ξαναψυθίρισε. «Ξέχασες να συστηθείς» είπε και με γύρισε προς το μέρος των μεγάλων αρχηγών.

«Είμαι ένα κανονικό βαμπίρ από ότι φαίνεται και όπως είδατε μπορώ να κάνω τους άλλους να πονάνε…πολύ. Και με την σκέψη και με το βλέμμα.»

« Είστε και οι 2 ανεκτίμητες.» είπε ο Ματ με σοβαρό σκεπτικό ύφος. «Θα θέλατε να μπείτε στην βασιλική συνοδεία μας μαζί με τον Άλεκ- εκείνη την στιγμή κοίταξα προς την μεριά του Άλεκ και είδα ότι με είχε καρφώσει με το βλέμμα του. είχε ένα χαμόγελο που με έκανε να λιώνω - και την Τζέιν;»

Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Κεφάλαιο Δεύτερο: Ανακαλύψεις

«Ποιο και που είναι το δάσος των λύκων;» ρώτησα. Εκείνη με κοίταξε πάλι με αυτάρεσκο βλέμμα… το είχε διαβάσει πάλι σε αυτά τα βιβλία…

«Είναι ένα δάσος που μόνο εμείς, οι βρικόλακες ξέρουμε που είναι… Και εκεί είναι το καταφύγιο όλων μας….εκεί όπου υπάρχουνε μόνο πλάσματα του είδους μας και πολύ αίμα. Είναι ένα μέρος που ζούνε πολιτισμένοι βρικόλακες…οι ποιο άγριοι έχουνε κατά κάποιο τρόπο εξοριστεί από τους βασιλιάδες μας. Αυτοί φτιάχνουνε νόμους όπου αν κάποιος τους παραβιάσει θα καίγεται. Είναι πολύ αυστηροί και οι ποιο μεγάλοι στο είδος μας. Λένε ότι ο αρχηγός τους μπορεί να έχει ζήσει και δέκα χιλιάδες χρόνια. Κανείς όμως δεν ξέρει με σιγουριά.»

Την κοίταξα άλλη μια φορά και μετά σηκώθηκα. Πέταξα το λιοντάρι σε ένα κοντινό φαράγγι και μετά ανέβηκα σε ένα δέντρο. Δεν περίμενα να δω την Νέμεσης πίσω μου λόγω των παπουτσιών της αλλά και εκείνη ανέβαινε το ίδιο γρήγορα με εμένα. Ίσως κάτι κλάσματα δευτερολέπτου πιο πίσω. Έχασα μια μεγάλη ευκαιρία υπερηφάνειας αλλά δεν πειράζει. Φτάσαμε στην κορυφή και κοιτάγαμε απέναντι προς την Ολυμπιακή χερσόνησο.

«Λες να υπάρχουνε και εκεί βρικόλακες; Η κανένα άλλο υπερφυσικό ον;» ρώτησα με βλέμμα αχανές. Δεν την κοιτούσα. Δεν κοιτούσα τίποτε σιγγεκριμένο. Απλά κοίταγα και φανταζόμουνα διάφορα. Το μέλλον μας. Τους άλλους του είδους μας και κυριότερα τους ανθρώπους που δεν θα ξαναέβλεπα ποτέ. Την αδερφούλα μου που αυτό το κάθαρμα σκότωσε…θα πάρω εκδίκηση σκέφτηκα. Την θεία Τιβέρια με τις πίτες της. Καθώς έκανα αυτή την σκέψη οργή με κατέκλεισε μαζί με στεναχώρια… δεν είχαμε άλλους να αφήσουμε πίσω μας. Μόνο τις αναμνήσεις. Αλλά και η θεία μας αγαπούσε πολύ. Πως θα μπορούσα να την ξεχάσω. Θα ανησυχούσε… της είχα πει ότι θα πάω με την Νέμεσης στο λιβάδι να κάτσουμε. Όταν πήγαμε στο λιβάδι τον είδαμε. Κρατούσε την αδερφή μου στα χέρια του. Πάει η Μέρεντηθ. Και μετά μας μεταμόρφωσε. Μας άφησε και καλά έκανε μπορώ να πω. Αν αφού είχα μεταμορφωθεί τον είχα δει τότε δεν θα μπορούσε να μου γλιτώσει. Κέρδισε απλά λίγο χρόνο… Άμα τον βρω όμως θα τον εξαφανίσω από τον χάρτη. Και ας με βγάλουνε έξω από το δάσος και ας με κάψουνε. Εγώ θα έχω πάρει την εκδίκηση μου. Η Μέρεντηθ θα είναι για μια φορά περήφανη για μένα.

«Μικρή κοντή και τριανταφυλλένια; Τι κοιτάς καλέ; Χάζεψες;» με ρώτησε και με ταρακούνησε λίγο.

«Τι έκανα πάλι;» της είπα με νεύρα που με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Αλλά λογικεύτηκα και δεν συνέχισα με τον ίδιο τόνο.

«Να μωρέ, σκεφτόμουνα πολύ την παλιά μας ζωή και την εκδίκηση για τον θάνατο της Μέρεντηθ από αυτόν . Ξέρεις όμως γιατί μας μεταμόρφωσε ενώ κάληστα θα μπορούσε να μας είχε σκοτώσει;»ρώτησα και δεν κράτησα τον θυμό μου. Έτρεξα με μανία στις κορυφές των δέντρων μέχρι να φτάσω στο ψηλότερο. Δάκρυα από δηλητήριο τρέχανε στα μάγουλά μου. Αυτό η Νέμεσης δεν μου το είχε πει. Σαν να διάβασε τις σκέψεις μου είπε.

«Ακόμα κάτι άλλο που ήθελα να σου πω είναι ότι κλαίμε με δηλητήριο και μόλις ανακάλυψα ότι μπορώ να διαβάζω τις σκέψεις. Είναι το χάρισμα μου!!!» είπε χαρούμενη από το ποιο κάτω κλαδί. Εγώ απλά την κοίταζα και σκεφτόμουνα πόνο. Ξαφνικά αρχίζει και φωνάζει λες και κάποιος της έβαλε φωτιά. Χρειάστηκαν μόνο μερικά δευτερόλεπτα για να καταλάβω τι έκανα. Μπορούσα να προκαλέσω πόνο σε κάποιον. Σταμάτησα κατευθείαν μετά από αυτήν την σκέψη και κατέβηκα τα 5 κλαδιά που μας χώριζαν. Οι σπασμοί και οι κραυγές είχανε σταματήσει και εκείνη έπαιρνε γρήγορες ανακουφιστικές ανάσες. Με κοίταγε με μάτια διάπλατα καθώς προσπαθούσε να σταθεί ξανά στα πόδια της. Πήγα να την βοηθήσω αλλά εκείνη με ένα μεγάλο άλμα τινάχτηκε ψηλά και μετά από λίγο την άκουγα να πέφτει με φόρα στο έδαφος και ακούστηκε ένας μικρός κραδασμός. Την ακολούθησα και βρέθηκα δίπλα της. Εκείνη καθισμένη οκλαδόν στο έδαφος. Είχε τα λεπτεπίλεπτα χέρια της στο κεφάλι της. Φαίνεται να το παράκανα.

«Γιατί μου το έκανες αυτό;» μου είπε θλυμένα, θυμωμένα και απορημένα μαζί. Το πρόσωπό της είχε πάρει την ποιο αθώα έκφραση. Δεν υπήρχε λογική δικαιολογία οπότε το στόμα κατέβαζε ότι του έλεγε το μυαλό μου.

«Να λοιπόν ζήλεψα που έχεις εσύ χάρισμα και σε κοίταξα με μίσος. Ξέρεις ότι ήταν της στιγμής αλλά ποτέ δεν φανταζόμουνα το τι θα μπορούσε να προκαλέσει αυτό. Την κοίταξα με απολογητικό βλέμμα και εκείνη έγνεψε.

«Τώρα μάθαμε και το δικό σου χάρισμα. Να προκαλείς πόνο με την θέλησή σου. Καλό αυτό άμα θέλεις να ξεφύγεις από μία κατάσταση. Πάντως μην το ξαναχρησιμοποιήσεις πάνω μου χαζούλα.» Είπε και σηκώθηκε από το έδαφος. Παρέμεινε η μία να κοιτάει την άλλη για λίγη ώρα.

Ήταν μεσάνυχτα όταν αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε για το δάσος των λύκων. Η περιέργεια για το τι υπήρχε εκεί μέσα ήτανε τεράστια. Απορώ γιατί το βάλανε δάσος των λύκων και γιατί κανένας κοινός άνθρωπος δεν ξέρει που βρίσκεται. Καθώς τρέχαμε παράλληλα με την λεοφώρο μέσα στο δάσος του Forks είχαμε πάρει την μυρωδιά κάποιων άλλων του είδους μας αλλά δεν σταματήσαμε. Έπρεπε να φτάναμε σε ασφαλές μέρος αρτιμελής. Ακόμα και αν είχα αυτό το χάρισμα μπορεί να υπήρχαν κάποιο εκεί έξω που να μην τους επηρέαζε οπότε δεν θέλαμε να το ρυψοκυνδηνέψουμε. Η φωτιά στον λαιμό μου αναζωπυρώθηκε αλλά μπορούσα να την ελέγξω. Είχε πάει 2 τα ξημερώματα όταν η Νέμεσης σταμάτησε να με οδηγεί.

«Τώρα προσπάθησε να εντοπίσεις μυρωδιές. Είμαστε μέσα στο δάσος των λύκων. Αν πιάσεις μυρωδιά ακολούθησε την. Απομακρυνθούμε πάνω από 100 μέτρα η μία με την άλλη έτσι Μεριλή;» με κοίταξε. Από ότι φαίνεται διάβασε την σκέψη μου και ξεκινήσαμε ήδη. Έψαχνα να βρω αλλά τίποτα. Μέχρι που άκουσα βήματα. Πήγα να την φωνάξω να έρθει αλλά άλλαξα γνώμη την τελευταία στιγμή. Επειδή δεν ήθελα να ακούσει κανένας ξένος ότι ήθελα να πω έκλεισα τα μάτια μου-ελπίζοντας να μην υπάρχει κανένας με το ίδιο χάρισμα με εκείνη- και φώναξα από μέσα μου. Σε δεύτερα ήτανε δίπλα μου και κρατούσε η μία σφιχτά το χέρι της άλλης δίνοντας κουράγιο η μία στην άλλη. Προσχωρήσαμε μέσα προς την καινούρια μας ζωή μη ξέροντας σχεδόν τίποτα για το είδος μας...

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Let Me Grow In The Moon Light


Κεφάλαιο πρώτο:Η Αλλαγή

Άνοιξα τα μάτια μου. Οι φλόγες που με είχαν αγκαλιάσει αυτές τις ατελείωτες ημέρες τελικά σταμάτησαν, τόσο απότομα όπως και η καρδιά μου. Έπρεπε να την είχα ακούσει… η Νέμεσης ποτέ δεν έκανε λάθος. Πάντα μου έλεγε «Μεριλή μην τον αφήσεις…Μεριλή το καλό σου είναι μακριά του…». Εγώ όμως δεν την άκουσα ούτε μία στιγμή, ακόμα και όταν οι υποψίες και οι αποδείξεις ήταν μπροστά στα μάτια μου εγώ τυφλωμένη από αυτόν δεν τις έβλεπα ή απλά με κάθε φιλί του όλα στο κεφάλι μου διαλύονταν και σκορπίζονταν σαν τα μόρια σκόνης που μπορούσα να διακρίνω αυτήν την στιγμή στον αέρα. Δεν ήταν δυνατόν να μπορούσε να με είχε τυφλώσει τόσο. Δεν ήταν ανθρώπινος δυνατόν. Όταν όμως τον είχα δει στο λιβάδι με την αδερφή μου κάτω από τους κυνόδοντες του ξεψυχισμένη τότε όλα συνδέθηκαν. Ήταν ο δολοφόνος που προσπαθούσε να βρει ο πατέρας της Νέμεσης. Ήταν όλα όσα είχα φανταστεί. Εκείνη την στιγμή ένοιωσα την ανάσα μου να κόβεται και φωτιά να εξαπλώνεται από τον καρπό μου μέχρι που με τύλιξε ολοκληρωτικά. Από πίσω μου άκουσα την Νέμεσης να τσιρίζει και ένα απαλό σκίσιμο. Ήταν οι μόνες θολές αναμνήσεις που είχα κρατήσει από παλιά.

Τώρα καθόμουνα ανήμπορη σαν νέα που ήμουνα περιμένοντας να τελειώσει και το μαρτύριο της κολλητής μου. Αν και φωτιά είχε τυλίξει τον λαιμό μου-όλος περίεργος υπήρχε ολόκληρη λίμνη δίπλα μου και δεν με έλυε καθόλου- θα περίμενα την Νέμεσης να ξυπνήσει από τον λήθαργο της και μετά θα συζητούσαμε για το τι θα κάναμε όσο θα ήμασταν νέες ακόμα.

Άκουγα την καρδιά της να υπολειτουργεί ταξιδεύοντας προς τον τελευταίο της χτύπο. Της κρατούσα το χέρι της και περίμενα τον τελευταίο χτύπο της. Και δεν άργησε να έρθει. Την άφησα λίγο και μετακινήθηκα προς τα ήσυχα νερά της λίμνης. Ήθελα να δω την νέα μου εμφάνιση που θα συνόδευε την νέα μου ζωή. Πήγα αργά προς την άκρη της και με κλειστά μάτια στάθηκα πάνω της κερδίζοντας χρόνο. «Μία απόφαση είναι και πάρε την σωστά αυτήν την φορά» σκέφτηκα και η περιέργεια με σκότωνε εκείνη την στιγμή. Άνοιξα τα μάτια μου.

Τρόμαξα. Το δέρμα μου είχε γίνει σαν της αδερφούλας μου όταν της είχε τελειώσει και η τελευταία σταγόνα αίματος. Λευκό και λείο. Τα μάτια μου κατακόκκινα και τεράστια αντικαθιστούσαν τα παλιά σμαραγδί μου. Υπήρχε μια αλλαγή στο πρόσωπο και στο σώμα μου. Όλα ήταν απόλυτα συμμετρικά μεταξύ τους. Χωρίς καμία υπερβολή ήμουνα η ομορφότερη κοπέλα που έχω αντικρίσει. Στην σκέψη μόνο άρχισα να γελάω και να χαχανίζω σαν μικρό παιδάκι.

Δεν ήταν ώρα για χαχανητά τώρα. Ένοιωθα χέρια να πλησιάζουνε την πλάτη μου και αυτόματα έκανα πάρα πολύ γρήγορη μεταβολή. Λύγισα τα γόνατά μου και έβγαλα έξω το νέο μου όπλο. Τους κυνόδοντές μου. Όλο αυτό κράτησε μόνο 3 κλάσματα του δευτερολέπτου και μετά μόλις κατάλαβα ότι δεν διατρέχω κανέναν κύνδηνο. Ήταν η Νέμεσης. Δεν είχε τρομοκρατηθεί καθόλου. Πάντα ήξερε την πρώτη αντίδραση. Ήταν διαβασμένη.

« Είσαι πολύ έξυπνη μικρή» είπε και έκανε μια κοροϊδευτική γκριμάτσα. Μόλις είχα συνειδητοποιήσει το πόσο κρυστάλλινη τέλεια μελωδική είναι η φωνή της. Την κοίταξα απλά σκεπτόμενη το πόσο όμορφη φαινότανε και το πόσο θα ήθελα να είχα λίγο από την φινέτσα της.

Η Νέμεσης ψηλή με χρώμα σαν το χιόνι. Τα κατακόκκινα μεγάλα αμυγδαλωτά σε σχήμα μάτια της με κοιτούσανε. Φορούσε Τζιν σωλήνα μαύρες δωδεκάποντες γόβες. Πουκάμισο μαύρο και τα πρώτα 5 κουμπιά ξεκουμπωμένα τονίζοντας το τόσο συμμετρικό στήθος της. Τα μαλλιά της μακριά και καστανά πέφτανε σαν μετάξι στους ώμους της. Και από πάνω το κλασικό καπέλο που δεν τον αποχωριζότανε ποτέ.

Εγώ δεν της έμοιαζα σχεδόν καθόλου. Λίγο πιο κοντή από εκείνη με κόκκινα κοντά μαλλιά πάντα ποιο αθλητική από εκείνη. Φορούσα μια μακριά γκρι φόρμα, μαύρα σταράκια ένα λευκό t-shirt και μια μακριά μαύρη ζακέτα.

Ήμασταν αχώριστες από τότε που χάσαμε μαζί τους γονείς μας. Πάντα η μία συμπλήρωνε τον κενό συναισθηματικό χώρο της άλλης. Δεν είχαμε τσακωθεί ποτέ.

«Ναι ξέρεις δεν είμαι ένα σπασικλάκι που κάθεται όλη μέρα και διαβάζει βιβλία για υπερφυσικά όντα.» την πείραξα. Μου χαμογέλασε με ένα αυτάρεσκο βλέμμα.

Ο λαιμός μου εκείνη την στιγμή με έκαψε σαν να μου έλεγε κάνε με να σβήσω. Άρχισα να οσφρίζομαι τον αέρα πολύ προσεκτικά. Πάντα μου άρεσε να μην βιάζομαι και να προσέχω την κάθε κίνησή μου. Η Νέμεσης ακολούθησε το παράδειγμά μου. Εντόπισα μία πολύ ελκυστική μυρωδιά. Την ακολούθησα χωρίς δεύτερη σκέψη. Η φωτιά μου έλεγε να την ακολουθήσω και ήμουνα εντελούς ανήμπορη για να κάνω κάτι άλλο. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου ένα λιοντάρι. Λιοντάρι του βουνού. Δεν άργησε να με πάρει είδηση και ούτε εγώ άργησα να ορμίσω. Ήταν όλο δικό μου. Έπεσα πάνω του σαν αγρίμι αλλά με πολύ χάρη. Έψαχνα να βρω τον λαιμό του και ξαφνικά όλο το μυαλό μου άδειασε. Το μόνο που ένοιωθα και με ευχαριστούσε αυτήν την στιγμή ήτανε το ζεστό ρευστό γεμάτο ενέργεια αίμα να εισχωρεί στον οργανισμό μου μέχρι που άδειασε. Η φωτιά δεν είχε φύγει ακόμα αλλά μπορούσα να την ελέγξω και να την περιορίσω. Κάθισα στην άκρη σκούπισα το στόμα μου. Οι κυνόδοντές μου μπήκαν ξανά στην θέση τους και μετά κάθισα να κοιτάω το άψυχο υπερμεγέθης σώμα του ζώου. Μετά από λίγη ώρα πρόσεξα ότι η Νέμεσης βρισκότανε πίσω μου χωρίς να φαίνεται καμία αηδία στο πρόσωπό της ούτε στον τρόπο της.

«Τι;» είπα με φανερή περιέργεια.

«Πάντα ήθελα να δω κυνήγι από κοντά. Το είχα φανταστεί πολλές φορές αλλά η πραγματικότητα ξεπερνά κατά πολύ την αδύναμη ανθρώπινη φαντασία μου.»είπε με φανερό το δέος στην φωνή της.

«Εσύ δεν πεινάς καθόλου;» την ρώτησα με ένα βλέμμα που δεν νομίζω να μπορούσα να το χαρακτηρίσω.

«Και εγώ αυτό αναρωτιέμαι. Δεν ξέρω έχω διαβάσει ότι υπάρχουν πλάσματα του είδους μας που δεν ελκύονται από το αίμα. Δεν χρειάζεται να τραφούν και αυτό τους κάνει ελαφρά ποιο αδύναμους από τους ‘συνηθισμένους’ του είδους μας. Λέγονται unblooded vampires. Πραγματικά είναι απίστευτο. Δεν περίμενα να συναντούσα έναν πόσο μάλλον να γινόμουνα η ίδια.» είπε με φανερό θαυμασμό προς το άτομό της.

«Σπαστική ψωνισμένη unblooded βρικόλακα. Ούτε στην νέα σου ζωή δεν είσαι φυσιολογική» της είπα και μετά πέσαμε κάτω από τα γέλια με έναν μεγάλο κραδασμό.

«Λοιπόν, τι άλλα ξέρεις για ‘εμάς’;» της είπα με έναν τόνο περιέργειας στην φωνή μου. Είχε ήδη πέσει ο ήλιος. Σκοτείνιαζε πολύ γρήγορα.

«Να δεν κοιμόμαστε ποτέ, ζούμε αιώνια, έχουμε εγκέφαλο με τεράστια χωριτηκότητα, φωτογραφική μνήμη, οξειμένες αισθήσεις και μερικοί μεταφέρουνε κάποια ιδιότητα από την παλιά τους ζωή σαν χάρισμα στην καινούργια.

«Δηλαδή εγώ μπορεί να έχω κάποιο χάρισμα;» την ρώτησα.

«Θα το ανακαλύψουμε αύριο αυτό. Τώρα πρέπει να πάμε να βρούμε ένα κόσμιο μέρος να μείνουμε. Και ποτέ σε κατοικημένη περιοχή. Είναι επικύνδηνο να μάθουνε την ύπαρξή μας και για εκείνους να βρεθείς σε κοντινή απόσταση με καρδιά ανθρώπινη. Δεν νομίζω να θέλουμε προβλήματα;» μου είπε με το αυστηρό υφάκι της.

«Έχεις δίκιο σωστά. Ξέρεις που σπασίκλα μου;» είπα.

«Ναι. Στο δάσος των λύκων.»