Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Κεφάλαιο Δεύτερο: Ανακαλύψεις

«Ποιο και που είναι το δάσος των λύκων;» ρώτησα. Εκείνη με κοίταξε πάλι με αυτάρεσκο βλέμμα… το είχε διαβάσει πάλι σε αυτά τα βιβλία…

«Είναι ένα δάσος που μόνο εμείς, οι βρικόλακες ξέρουμε που είναι… Και εκεί είναι το καταφύγιο όλων μας….εκεί όπου υπάρχουνε μόνο πλάσματα του είδους μας και πολύ αίμα. Είναι ένα μέρος που ζούνε πολιτισμένοι βρικόλακες…οι ποιο άγριοι έχουνε κατά κάποιο τρόπο εξοριστεί από τους βασιλιάδες μας. Αυτοί φτιάχνουνε νόμους όπου αν κάποιος τους παραβιάσει θα καίγεται. Είναι πολύ αυστηροί και οι ποιο μεγάλοι στο είδος μας. Λένε ότι ο αρχηγός τους μπορεί να έχει ζήσει και δέκα χιλιάδες χρόνια. Κανείς όμως δεν ξέρει με σιγουριά.»

Την κοίταξα άλλη μια φορά και μετά σηκώθηκα. Πέταξα το λιοντάρι σε ένα κοντινό φαράγγι και μετά ανέβηκα σε ένα δέντρο. Δεν περίμενα να δω την Νέμεσης πίσω μου λόγω των παπουτσιών της αλλά και εκείνη ανέβαινε το ίδιο γρήγορα με εμένα. Ίσως κάτι κλάσματα δευτερολέπτου πιο πίσω. Έχασα μια μεγάλη ευκαιρία υπερηφάνειας αλλά δεν πειράζει. Φτάσαμε στην κορυφή και κοιτάγαμε απέναντι προς την Ολυμπιακή χερσόνησο.

«Λες να υπάρχουνε και εκεί βρικόλακες; Η κανένα άλλο υπερφυσικό ον;» ρώτησα με βλέμμα αχανές. Δεν την κοιτούσα. Δεν κοιτούσα τίποτε σιγγεκριμένο. Απλά κοίταγα και φανταζόμουνα διάφορα. Το μέλλον μας. Τους άλλους του είδους μας και κυριότερα τους ανθρώπους που δεν θα ξαναέβλεπα ποτέ. Την αδερφούλα μου που αυτό το κάθαρμα σκότωσε…θα πάρω εκδίκηση σκέφτηκα. Την θεία Τιβέρια με τις πίτες της. Καθώς έκανα αυτή την σκέψη οργή με κατέκλεισε μαζί με στεναχώρια… δεν είχαμε άλλους να αφήσουμε πίσω μας. Μόνο τις αναμνήσεις. Αλλά και η θεία μας αγαπούσε πολύ. Πως θα μπορούσα να την ξεχάσω. Θα ανησυχούσε… της είχα πει ότι θα πάω με την Νέμεσης στο λιβάδι να κάτσουμε. Όταν πήγαμε στο λιβάδι τον είδαμε. Κρατούσε την αδερφή μου στα χέρια του. Πάει η Μέρεντηθ. Και μετά μας μεταμόρφωσε. Μας άφησε και καλά έκανε μπορώ να πω. Αν αφού είχα μεταμορφωθεί τον είχα δει τότε δεν θα μπορούσε να μου γλιτώσει. Κέρδισε απλά λίγο χρόνο… Άμα τον βρω όμως θα τον εξαφανίσω από τον χάρτη. Και ας με βγάλουνε έξω από το δάσος και ας με κάψουνε. Εγώ θα έχω πάρει την εκδίκηση μου. Η Μέρεντηθ θα είναι για μια φορά περήφανη για μένα.

«Μικρή κοντή και τριανταφυλλένια; Τι κοιτάς καλέ; Χάζεψες;» με ρώτησε και με ταρακούνησε λίγο.

«Τι έκανα πάλι;» της είπα με νεύρα που με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Αλλά λογικεύτηκα και δεν συνέχισα με τον ίδιο τόνο.

«Να μωρέ, σκεφτόμουνα πολύ την παλιά μας ζωή και την εκδίκηση για τον θάνατο της Μέρεντηθ από αυτόν . Ξέρεις όμως γιατί μας μεταμόρφωσε ενώ κάληστα θα μπορούσε να μας είχε σκοτώσει;»ρώτησα και δεν κράτησα τον θυμό μου. Έτρεξα με μανία στις κορυφές των δέντρων μέχρι να φτάσω στο ψηλότερο. Δάκρυα από δηλητήριο τρέχανε στα μάγουλά μου. Αυτό η Νέμεσης δεν μου το είχε πει. Σαν να διάβασε τις σκέψεις μου είπε.

«Ακόμα κάτι άλλο που ήθελα να σου πω είναι ότι κλαίμε με δηλητήριο και μόλις ανακάλυψα ότι μπορώ να διαβάζω τις σκέψεις. Είναι το χάρισμα μου!!!» είπε χαρούμενη από το ποιο κάτω κλαδί. Εγώ απλά την κοίταζα και σκεφτόμουνα πόνο. Ξαφνικά αρχίζει και φωνάζει λες και κάποιος της έβαλε φωτιά. Χρειάστηκαν μόνο μερικά δευτερόλεπτα για να καταλάβω τι έκανα. Μπορούσα να προκαλέσω πόνο σε κάποιον. Σταμάτησα κατευθείαν μετά από αυτήν την σκέψη και κατέβηκα τα 5 κλαδιά που μας χώριζαν. Οι σπασμοί και οι κραυγές είχανε σταματήσει και εκείνη έπαιρνε γρήγορες ανακουφιστικές ανάσες. Με κοίταγε με μάτια διάπλατα καθώς προσπαθούσε να σταθεί ξανά στα πόδια της. Πήγα να την βοηθήσω αλλά εκείνη με ένα μεγάλο άλμα τινάχτηκε ψηλά και μετά από λίγο την άκουγα να πέφτει με φόρα στο έδαφος και ακούστηκε ένας μικρός κραδασμός. Την ακολούθησα και βρέθηκα δίπλα της. Εκείνη καθισμένη οκλαδόν στο έδαφος. Είχε τα λεπτεπίλεπτα χέρια της στο κεφάλι της. Φαίνεται να το παράκανα.

«Γιατί μου το έκανες αυτό;» μου είπε θλυμένα, θυμωμένα και απορημένα μαζί. Το πρόσωπό της είχε πάρει την ποιο αθώα έκφραση. Δεν υπήρχε λογική δικαιολογία οπότε το στόμα κατέβαζε ότι του έλεγε το μυαλό μου.

«Να λοιπόν ζήλεψα που έχεις εσύ χάρισμα και σε κοίταξα με μίσος. Ξέρεις ότι ήταν της στιγμής αλλά ποτέ δεν φανταζόμουνα το τι θα μπορούσε να προκαλέσει αυτό. Την κοίταξα με απολογητικό βλέμμα και εκείνη έγνεψε.

«Τώρα μάθαμε και το δικό σου χάρισμα. Να προκαλείς πόνο με την θέλησή σου. Καλό αυτό άμα θέλεις να ξεφύγεις από μία κατάσταση. Πάντως μην το ξαναχρησιμοποιήσεις πάνω μου χαζούλα.» Είπε και σηκώθηκε από το έδαφος. Παρέμεινε η μία να κοιτάει την άλλη για λίγη ώρα.

Ήταν μεσάνυχτα όταν αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε για το δάσος των λύκων. Η περιέργεια για το τι υπήρχε εκεί μέσα ήτανε τεράστια. Απορώ γιατί το βάλανε δάσος των λύκων και γιατί κανένας κοινός άνθρωπος δεν ξέρει που βρίσκεται. Καθώς τρέχαμε παράλληλα με την λεοφώρο μέσα στο δάσος του Forks είχαμε πάρει την μυρωδιά κάποιων άλλων του είδους μας αλλά δεν σταματήσαμε. Έπρεπε να φτάναμε σε ασφαλές μέρος αρτιμελής. Ακόμα και αν είχα αυτό το χάρισμα μπορεί να υπήρχαν κάποιο εκεί έξω που να μην τους επηρέαζε οπότε δεν θέλαμε να το ρυψοκυνδηνέψουμε. Η φωτιά στον λαιμό μου αναζωπυρώθηκε αλλά μπορούσα να την ελέγξω. Είχε πάει 2 τα ξημερώματα όταν η Νέμεσης σταμάτησε να με οδηγεί.

«Τώρα προσπάθησε να εντοπίσεις μυρωδιές. Είμαστε μέσα στο δάσος των λύκων. Αν πιάσεις μυρωδιά ακολούθησε την. Απομακρυνθούμε πάνω από 100 μέτρα η μία με την άλλη έτσι Μεριλή;» με κοίταξε. Από ότι φαίνεται διάβασε την σκέψη μου και ξεκινήσαμε ήδη. Έψαχνα να βρω αλλά τίποτα. Μέχρι που άκουσα βήματα. Πήγα να την φωνάξω να έρθει αλλά άλλαξα γνώμη την τελευταία στιγμή. Επειδή δεν ήθελα να ακούσει κανένας ξένος ότι ήθελα να πω έκλεισα τα μάτια μου-ελπίζοντας να μην υπάρχει κανένας με το ίδιο χάρισμα με εκείνη- και φώναξα από μέσα μου. Σε δεύτερα ήτανε δίπλα μου και κρατούσε η μία σφιχτά το χέρι της άλλης δίνοντας κουράγιο η μία στην άλλη. Προσχωρήσαμε μέσα προς την καινούρια μας ζωή μη ξέροντας σχεδόν τίποτα για το είδος μας...

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Let Me Grow In The Moon Light


Κεφάλαιο πρώτο:Η Αλλαγή

Άνοιξα τα μάτια μου. Οι φλόγες που με είχαν αγκαλιάσει αυτές τις ατελείωτες ημέρες τελικά σταμάτησαν, τόσο απότομα όπως και η καρδιά μου. Έπρεπε να την είχα ακούσει… η Νέμεσης ποτέ δεν έκανε λάθος. Πάντα μου έλεγε «Μεριλή μην τον αφήσεις…Μεριλή το καλό σου είναι μακριά του…». Εγώ όμως δεν την άκουσα ούτε μία στιγμή, ακόμα και όταν οι υποψίες και οι αποδείξεις ήταν μπροστά στα μάτια μου εγώ τυφλωμένη από αυτόν δεν τις έβλεπα ή απλά με κάθε φιλί του όλα στο κεφάλι μου διαλύονταν και σκορπίζονταν σαν τα μόρια σκόνης που μπορούσα να διακρίνω αυτήν την στιγμή στον αέρα. Δεν ήταν δυνατόν να μπορούσε να με είχε τυφλώσει τόσο. Δεν ήταν ανθρώπινος δυνατόν. Όταν όμως τον είχα δει στο λιβάδι με την αδερφή μου κάτω από τους κυνόδοντες του ξεψυχισμένη τότε όλα συνδέθηκαν. Ήταν ο δολοφόνος που προσπαθούσε να βρει ο πατέρας της Νέμεσης. Ήταν όλα όσα είχα φανταστεί. Εκείνη την στιγμή ένοιωσα την ανάσα μου να κόβεται και φωτιά να εξαπλώνεται από τον καρπό μου μέχρι που με τύλιξε ολοκληρωτικά. Από πίσω μου άκουσα την Νέμεσης να τσιρίζει και ένα απαλό σκίσιμο. Ήταν οι μόνες θολές αναμνήσεις που είχα κρατήσει από παλιά.

Τώρα καθόμουνα ανήμπορη σαν νέα που ήμουνα περιμένοντας να τελειώσει και το μαρτύριο της κολλητής μου. Αν και φωτιά είχε τυλίξει τον λαιμό μου-όλος περίεργος υπήρχε ολόκληρη λίμνη δίπλα μου και δεν με έλυε καθόλου- θα περίμενα την Νέμεσης να ξυπνήσει από τον λήθαργο της και μετά θα συζητούσαμε για το τι θα κάναμε όσο θα ήμασταν νέες ακόμα.

Άκουγα την καρδιά της να υπολειτουργεί ταξιδεύοντας προς τον τελευταίο της χτύπο. Της κρατούσα το χέρι της και περίμενα τον τελευταίο χτύπο της. Και δεν άργησε να έρθει. Την άφησα λίγο και μετακινήθηκα προς τα ήσυχα νερά της λίμνης. Ήθελα να δω την νέα μου εμφάνιση που θα συνόδευε την νέα μου ζωή. Πήγα αργά προς την άκρη της και με κλειστά μάτια στάθηκα πάνω της κερδίζοντας χρόνο. «Μία απόφαση είναι και πάρε την σωστά αυτήν την φορά» σκέφτηκα και η περιέργεια με σκότωνε εκείνη την στιγμή. Άνοιξα τα μάτια μου.

Τρόμαξα. Το δέρμα μου είχε γίνει σαν της αδερφούλας μου όταν της είχε τελειώσει και η τελευταία σταγόνα αίματος. Λευκό και λείο. Τα μάτια μου κατακόκκινα και τεράστια αντικαθιστούσαν τα παλιά σμαραγδί μου. Υπήρχε μια αλλαγή στο πρόσωπο και στο σώμα μου. Όλα ήταν απόλυτα συμμετρικά μεταξύ τους. Χωρίς καμία υπερβολή ήμουνα η ομορφότερη κοπέλα που έχω αντικρίσει. Στην σκέψη μόνο άρχισα να γελάω και να χαχανίζω σαν μικρό παιδάκι.

Δεν ήταν ώρα για χαχανητά τώρα. Ένοιωθα χέρια να πλησιάζουνε την πλάτη μου και αυτόματα έκανα πάρα πολύ γρήγορη μεταβολή. Λύγισα τα γόνατά μου και έβγαλα έξω το νέο μου όπλο. Τους κυνόδοντές μου. Όλο αυτό κράτησε μόνο 3 κλάσματα του δευτερολέπτου και μετά μόλις κατάλαβα ότι δεν διατρέχω κανέναν κύνδηνο. Ήταν η Νέμεσης. Δεν είχε τρομοκρατηθεί καθόλου. Πάντα ήξερε την πρώτη αντίδραση. Ήταν διαβασμένη.

« Είσαι πολύ έξυπνη μικρή» είπε και έκανε μια κοροϊδευτική γκριμάτσα. Μόλις είχα συνειδητοποιήσει το πόσο κρυστάλλινη τέλεια μελωδική είναι η φωνή της. Την κοίταξα απλά σκεπτόμενη το πόσο όμορφη φαινότανε και το πόσο θα ήθελα να είχα λίγο από την φινέτσα της.

Η Νέμεσης ψηλή με χρώμα σαν το χιόνι. Τα κατακόκκινα μεγάλα αμυγδαλωτά σε σχήμα μάτια της με κοιτούσανε. Φορούσε Τζιν σωλήνα μαύρες δωδεκάποντες γόβες. Πουκάμισο μαύρο και τα πρώτα 5 κουμπιά ξεκουμπωμένα τονίζοντας το τόσο συμμετρικό στήθος της. Τα μαλλιά της μακριά και καστανά πέφτανε σαν μετάξι στους ώμους της. Και από πάνω το κλασικό καπέλο που δεν τον αποχωριζότανε ποτέ.

Εγώ δεν της έμοιαζα σχεδόν καθόλου. Λίγο πιο κοντή από εκείνη με κόκκινα κοντά μαλλιά πάντα ποιο αθλητική από εκείνη. Φορούσα μια μακριά γκρι φόρμα, μαύρα σταράκια ένα λευκό t-shirt και μια μακριά μαύρη ζακέτα.

Ήμασταν αχώριστες από τότε που χάσαμε μαζί τους γονείς μας. Πάντα η μία συμπλήρωνε τον κενό συναισθηματικό χώρο της άλλης. Δεν είχαμε τσακωθεί ποτέ.

«Ναι ξέρεις δεν είμαι ένα σπασικλάκι που κάθεται όλη μέρα και διαβάζει βιβλία για υπερφυσικά όντα.» την πείραξα. Μου χαμογέλασε με ένα αυτάρεσκο βλέμμα.

Ο λαιμός μου εκείνη την στιγμή με έκαψε σαν να μου έλεγε κάνε με να σβήσω. Άρχισα να οσφρίζομαι τον αέρα πολύ προσεκτικά. Πάντα μου άρεσε να μην βιάζομαι και να προσέχω την κάθε κίνησή μου. Η Νέμεσης ακολούθησε το παράδειγμά μου. Εντόπισα μία πολύ ελκυστική μυρωδιά. Την ακολούθησα χωρίς δεύτερη σκέψη. Η φωτιά μου έλεγε να την ακολουθήσω και ήμουνα εντελούς ανήμπορη για να κάνω κάτι άλλο. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου ένα λιοντάρι. Λιοντάρι του βουνού. Δεν άργησε να με πάρει είδηση και ούτε εγώ άργησα να ορμίσω. Ήταν όλο δικό μου. Έπεσα πάνω του σαν αγρίμι αλλά με πολύ χάρη. Έψαχνα να βρω τον λαιμό του και ξαφνικά όλο το μυαλό μου άδειασε. Το μόνο που ένοιωθα και με ευχαριστούσε αυτήν την στιγμή ήτανε το ζεστό ρευστό γεμάτο ενέργεια αίμα να εισχωρεί στον οργανισμό μου μέχρι που άδειασε. Η φωτιά δεν είχε φύγει ακόμα αλλά μπορούσα να την ελέγξω και να την περιορίσω. Κάθισα στην άκρη σκούπισα το στόμα μου. Οι κυνόδοντές μου μπήκαν ξανά στην θέση τους και μετά κάθισα να κοιτάω το άψυχο υπερμεγέθης σώμα του ζώου. Μετά από λίγη ώρα πρόσεξα ότι η Νέμεσης βρισκότανε πίσω μου χωρίς να φαίνεται καμία αηδία στο πρόσωπό της ούτε στον τρόπο της.

«Τι;» είπα με φανερή περιέργεια.

«Πάντα ήθελα να δω κυνήγι από κοντά. Το είχα φανταστεί πολλές φορές αλλά η πραγματικότητα ξεπερνά κατά πολύ την αδύναμη ανθρώπινη φαντασία μου.»είπε με φανερό το δέος στην φωνή της.

«Εσύ δεν πεινάς καθόλου;» την ρώτησα με ένα βλέμμα που δεν νομίζω να μπορούσα να το χαρακτηρίσω.

«Και εγώ αυτό αναρωτιέμαι. Δεν ξέρω έχω διαβάσει ότι υπάρχουν πλάσματα του είδους μας που δεν ελκύονται από το αίμα. Δεν χρειάζεται να τραφούν και αυτό τους κάνει ελαφρά ποιο αδύναμους από τους ‘συνηθισμένους’ του είδους μας. Λέγονται unblooded vampires. Πραγματικά είναι απίστευτο. Δεν περίμενα να συναντούσα έναν πόσο μάλλον να γινόμουνα η ίδια.» είπε με φανερό θαυμασμό προς το άτομό της.

«Σπαστική ψωνισμένη unblooded βρικόλακα. Ούτε στην νέα σου ζωή δεν είσαι φυσιολογική» της είπα και μετά πέσαμε κάτω από τα γέλια με έναν μεγάλο κραδασμό.

«Λοιπόν, τι άλλα ξέρεις για ‘εμάς’;» της είπα με έναν τόνο περιέργειας στην φωνή μου. Είχε ήδη πέσει ο ήλιος. Σκοτείνιαζε πολύ γρήγορα.

«Να δεν κοιμόμαστε ποτέ, ζούμε αιώνια, έχουμε εγκέφαλο με τεράστια χωριτηκότητα, φωτογραφική μνήμη, οξειμένες αισθήσεις και μερικοί μεταφέρουνε κάποια ιδιότητα από την παλιά τους ζωή σαν χάρισμα στην καινούργια.

«Δηλαδή εγώ μπορεί να έχω κάποιο χάρισμα;» την ρώτησα.

«Θα το ανακαλύψουμε αύριο αυτό. Τώρα πρέπει να πάμε να βρούμε ένα κόσμιο μέρος να μείνουμε. Και ποτέ σε κατοικημένη περιοχή. Είναι επικύνδηνο να μάθουνε την ύπαρξή μας και για εκείνους να βρεθείς σε κοντινή απόσταση με καρδιά ανθρώπινη. Δεν νομίζω να θέλουμε προβλήματα;» μου είπε με το αυστηρό υφάκι της.

«Έχεις δίκιο σωστά. Ξέρεις που σπασίκλα μου;» είπα.

«Ναι. Στο δάσος των λύκων.»