Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Let Me Grow In The Moon Light


Κεφάλαιο πρώτο:Η Αλλαγή

Άνοιξα τα μάτια μου. Οι φλόγες που με είχαν αγκαλιάσει αυτές τις ατελείωτες ημέρες τελικά σταμάτησαν, τόσο απότομα όπως και η καρδιά μου. Έπρεπε να την είχα ακούσει… η Νέμεσης ποτέ δεν έκανε λάθος. Πάντα μου έλεγε «Μεριλή μην τον αφήσεις…Μεριλή το καλό σου είναι μακριά του…». Εγώ όμως δεν την άκουσα ούτε μία στιγμή, ακόμα και όταν οι υποψίες και οι αποδείξεις ήταν μπροστά στα μάτια μου εγώ τυφλωμένη από αυτόν δεν τις έβλεπα ή απλά με κάθε φιλί του όλα στο κεφάλι μου διαλύονταν και σκορπίζονταν σαν τα μόρια σκόνης που μπορούσα να διακρίνω αυτήν την στιγμή στον αέρα. Δεν ήταν δυνατόν να μπορούσε να με είχε τυφλώσει τόσο. Δεν ήταν ανθρώπινος δυνατόν. Όταν όμως τον είχα δει στο λιβάδι με την αδερφή μου κάτω από τους κυνόδοντες του ξεψυχισμένη τότε όλα συνδέθηκαν. Ήταν ο δολοφόνος που προσπαθούσε να βρει ο πατέρας της Νέμεσης. Ήταν όλα όσα είχα φανταστεί. Εκείνη την στιγμή ένοιωσα την ανάσα μου να κόβεται και φωτιά να εξαπλώνεται από τον καρπό μου μέχρι που με τύλιξε ολοκληρωτικά. Από πίσω μου άκουσα την Νέμεσης να τσιρίζει και ένα απαλό σκίσιμο. Ήταν οι μόνες θολές αναμνήσεις που είχα κρατήσει από παλιά.

Τώρα καθόμουνα ανήμπορη σαν νέα που ήμουνα περιμένοντας να τελειώσει και το μαρτύριο της κολλητής μου. Αν και φωτιά είχε τυλίξει τον λαιμό μου-όλος περίεργος υπήρχε ολόκληρη λίμνη δίπλα μου και δεν με έλυε καθόλου- θα περίμενα την Νέμεσης να ξυπνήσει από τον λήθαργο της και μετά θα συζητούσαμε για το τι θα κάναμε όσο θα ήμασταν νέες ακόμα.

Άκουγα την καρδιά της να υπολειτουργεί ταξιδεύοντας προς τον τελευταίο της χτύπο. Της κρατούσα το χέρι της και περίμενα τον τελευταίο χτύπο της. Και δεν άργησε να έρθει. Την άφησα λίγο και μετακινήθηκα προς τα ήσυχα νερά της λίμνης. Ήθελα να δω την νέα μου εμφάνιση που θα συνόδευε την νέα μου ζωή. Πήγα αργά προς την άκρη της και με κλειστά μάτια στάθηκα πάνω της κερδίζοντας χρόνο. «Μία απόφαση είναι και πάρε την σωστά αυτήν την φορά» σκέφτηκα και η περιέργεια με σκότωνε εκείνη την στιγμή. Άνοιξα τα μάτια μου.

Τρόμαξα. Το δέρμα μου είχε γίνει σαν της αδερφούλας μου όταν της είχε τελειώσει και η τελευταία σταγόνα αίματος. Λευκό και λείο. Τα μάτια μου κατακόκκινα και τεράστια αντικαθιστούσαν τα παλιά σμαραγδί μου. Υπήρχε μια αλλαγή στο πρόσωπο και στο σώμα μου. Όλα ήταν απόλυτα συμμετρικά μεταξύ τους. Χωρίς καμία υπερβολή ήμουνα η ομορφότερη κοπέλα που έχω αντικρίσει. Στην σκέψη μόνο άρχισα να γελάω και να χαχανίζω σαν μικρό παιδάκι.

Δεν ήταν ώρα για χαχανητά τώρα. Ένοιωθα χέρια να πλησιάζουνε την πλάτη μου και αυτόματα έκανα πάρα πολύ γρήγορη μεταβολή. Λύγισα τα γόνατά μου και έβγαλα έξω το νέο μου όπλο. Τους κυνόδοντές μου. Όλο αυτό κράτησε μόνο 3 κλάσματα του δευτερολέπτου και μετά μόλις κατάλαβα ότι δεν διατρέχω κανέναν κύνδηνο. Ήταν η Νέμεσης. Δεν είχε τρομοκρατηθεί καθόλου. Πάντα ήξερε την πρώτη αντίδραση. Ήταν διαβασμένη.

« Είσαι πολύ έξυπνη μικρή» είπε και έκανε μια κοροϊδευτική γκριμάτσα. Μόλις είχα συνειδητοποιήσει το πόσο κρυστάλλινη τέλεια μελωδική είναι η φωνή της. Την κοίταξα απλά σκεπτόμενη το πόσο όμορφη φαινότανε και το πόσο θα ήθελα να είχα λίγο από την φινέτσα της.

Η Νέμεσης ψηλή με χρώμα σαν το χιόνι. Τα κατακόκκινα μεγάλα αμυγδαλωτά σε σχήμα μάτια της με κοιτούσανε. Φορούσε Τζιν σωλήνα μαύρες δωδεκάποντες γόβες. Πουκάμισο μαύρο και τα πρώτα 5 κουμπιά ξεκουμπωμένα τονίζοντας το τόσο συμμετρικό στήθος της. Τα μαλλιά της μακριά και καστανά πέφτανε σαν μετάξι στους ώμους της. Και από πάνω το κλασικό καπέλο που δεν τον αποχωριζότανε ποτέ.

Εγώ δεν της έμοιαζα σχεδόν καθόλου. Λίγο πιο κοντή από εκείνη με κόκκινα κοντά μαλλιά πάντα ποιο αθλητική από εκείνη. Φορούσα μια μακριά γκρι φόρμα, μαύρα σταράκια ένα λευκό t-shirt και μια μακριά μαύρη ζακέτα.

Ήμασταν αχώριστες από τότε που χάσαμε μαζί τους γονείς μας. Πάντα η μία συμπλήρωνε τον κενό συναισθηματικό χώρο της άλλης. Δεν είχαμε τσακωθεί ποτέ.

«Ναι ξέρεις δεν είμαι ένα σπασικλάκι που κάθεται όλη μέρα και διαβάζει βιβλία για υπερφυσικά όντα.» την πείραξα. Μου χαμογέλασε με ένα αυτάρεσκο βλέμμα.

Ο λαιμός μου εκείνη την στιγμή με έκαψε σαν να μου έλεγε κάνε με να σβήσω. Άρχισα να οσφρίζομαι τον αέρα πολύ προσεκτικά. Πάντα μου άρεσε να μην βιάζομαι και να προσέχω την κάθε κίνησή μου. Η Νέμεσης ακολούθησε το παράδειγμά μου. Εντόπισα μία πολύ ελκυστική μυρωδιά. Την ακολούθησα χωρίς δεύτερη σκέψη. Η φωτιά μου έλεγε να την ακολουθήσω και ήμουνα εντελούς ανήμπορη για να κάνω κάτι άλλο. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου ένα λιοντάρι. Λιοντάρι του βουνού. Δεν άργησε να με πάρει είδηση και ούτε εγώ άργησα να ορμίσω. Ήταν όλο δικό μου. Έπεσα πάνω του σαν αγρίμι αλλά με πολύ χάρη. Έψαχνα να βρω τον λαιμό του και ξαφνικά όλο το μυαλό μου άδειασε. Το μόνο που ένοιωθα και με ευχαριστούσε αυτήν την στιγμή ήτανε το ζεστό ρευστό γεμάτο ενέργεια αίμα να εισχωρεί στον οργανισμό μου μέχρι που άδειασε. Η φωτιά δεν είχε φύγει ακόμα αλλά μπορούσα να την ελέγξω και να την περιορίσω. Κάθισα στην άκρη σκούπισα το στόμα μου. Οι κυνόδοντές μου μπήκαν ξανά στην θέση τους και μετά κάθισα να κοιτάω το άψυχο υπερμεγέθης σώμα του ζώου. Μετά από λίγη ώρα πρόσεξα ότι η Νέμεσης βρισκότανε πίσω μου χωρίς να φαίνεται καμία αηδία στο πρόσωπό της ούτε στον τρόπο της.

«Τι;» είπα με φανερή περιέργεια.

«Πάντα ήθελα να δω κυνήγι από κοντά. Το είχα φανταστεί πολλές φορές αλλά η πραγματικότητα ξεπερνά κατά πολύ την αδύναμη ανθρώπινη φαντασία μου.»είπε με φανερό το δέος στην φωνή της.

«Εσύ δεν πεινάς καθόλου;» την ρώτησα με ένα βλέμμα που δεν νομίζω να μπορούσα να το χαρακτηρίσω.

«Και εγώ αυτό αναρωτιέμαι. Δεν ξέρω έχω διαβάσει ότι υπάρχουν πλάσματα του είδους μας που δεν ελκύονται από το αίμα. Δεν χρειάζεται να τραφούν και αυτό τους κάνει ελαφρά ποιο αδύναμους από τους ‘συνηθισμένους’ του είδους μας. Λέγονται unblooded vampires. Πραγματικά είναι απίστευτο. Δεν περίμενα να συναντούσα έναν πόσο μάλλον να γινόμουνα η ίδια.» είπε με φανερό θαυμασμό προς το άτομό της.

«Σπαστική ψωνισμένη unblooded βρικόλακα. Ούτε στην νέα σου ζωή δεν είσαι φυσιολογική» της είπα και μετά πέσαμε κάτω από τα γέλια με έναν μεγάλο κραδασμό.

«Λοιπόν, τι άλλα ξέρεις για ‘εμάς’;» της είπα με έναν τόνο περιέργειας στην φωνή μου. Είχε ήδη πέσει ο ήλιος. Σκοτείνιαζε πολύ γρήγορα.

«Να δεν κοιμόμαστε ποτέ, ζούμε αιώνια, έχουμε εγκέφαλο με τεράστια χωριτηκότητα, φωτογραφική μνήμη, οξειμένες αισθήσεις και μερικοί μεταφέρουνε κάποια ιδιότητα από την παλιά τους ζωή σαν χάρισμα στην καινούργια.

«Δηλαδή εγώ μπορεί να έχω κάποιο χάρισμα;» την ρώτησα.

«Θα το ανακαλύψουμε αύριο αυτό. Τώρα πρέπει να πάμε να βρούμε ένα κόσμιο μέρος να μείνουμε. Και ποτέ σε κατοικημένη περιοχή. Είναι επικύνδηνο να μάθουνε την ύπαρξή μας και για εκείνους να βρεθείς σε κοντινή απόσταση με καρδιά ανθρώπινη. Δεν νομίζω να θέλουμε προβλήματα;» μου είπε με το αυστηρό υφάκι της.

«Έχεις δίκιο σωστά. Ξέρεις που σπασίκλα μου;» είπα.

«Ναι. Στο δάσος των λύκων.»



2 σχόλια: