Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Πέμπτο κεφάλαιο: Φιλία




Νέμεσης

«Τζέιν δεν νομίζω ότι σου πηγαίνει το πράσινο» της είπα καθώς είχε βάλει το τέταρτο φόρεμα που είχε βρει στην τεράστια ντουλάπα μου.
Πραγματικά αυτή η κοπέλα με εξέπληττε ώρα με την ώρα με την ώρα. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να μου κρύψει κάτι. Η σκέψη της ήτανε σε κοινή θέα. Πραγματικά αυτό το χάρισμα ήτανε πολύ χρήσιμο σε μερικές περιπτώσεις και σε άλλες όχι.
«Μα γιατί δεν μου πηγαίνει καλέ;» είπε και έκανε μια σβούρα για να ξαναεκτιμήσω το φόρεμα.
«Δεν σε τονίζει. Σε κάνει ακόμα ποιο μινιόν. Πόσο ποιο μικροσκοπική γλυκιά μου;» είπα και ένα γελάκι της ξέφυγε.
«Κάτι ξέρεις παραπάνω από μένα. Φτάνει για σήμερα υποθέτω. Έχουμε ολόκληρη αιωνιότητα για δοκιμές» είπε και κάθισε στον καναπέ απέναντί μου.
«Γιατί έβαλε τον Άλεκ να πάει την Μεριλή στο δωμάτιό της;» είπα αδιάφορα. Ήξερα για ποιο σκοπό το έκανε. Το διάβαζα μέσα της.
«Αφού ήδη ξέρεις γιατί ρωτάς;» είπε και με κοίταξε με ύπουλο βλέμμα.
«Είσαι η κυρία ξερόλα τώρα. Τίποτα δεν σου ξεφεύγει. Και είναι σπαστικό.» είπε και έκανε έναν μορφασμό. Μετά μου έβγαλε παιδιάστικα την γλώσσα της.
«Απλά κουβέντα να γίνεται.» είπα και κάθισα τεμπέλικα στο κρεβάτι.
«Πως είναι να μην διψάς;» είπε και ένοιωσα την περιέργεια να καίει τα μάτια της.
«Εμένα μου φαίνεται πολύ φυσιολογικό. Δεν νοιώθω αποστροφή προς όλους τους τρόπους σίτισης αλλά δεν με ελκύουν να τους δοκιμάσω. Να κάνω και εγώ τώρα μια ερώτηση;»είπα και έδωσα λίγη ένταση στην φωνή μου.
«Ότι θες και ξέρω θα το μάθεις.» είπε και ανασήκωσε τους ώμους της.
«Τι ξέρεις για τους unblooded;» είπα και μετακινήθηκα ασυναίσθητα προς τα μπρος με τα δυο μου χέρια κάτω από το σαγόνι μου.
«Να… όπως λέει και το όνομά τους και όπως ήδη γνωρίζεις δεν τρέφονται με αίμα. Με τίποτα. Είναι λιγότερο δυνατοί από τους ‘φυσιολογικούς’ βρικόλακες. Δεν είναι τόσο παγωμένοι ούτε το δέρμα τους λαμπιρίζει. Απλά έχει μια γυαλάδα. Τα μάτια τους στην αρχή-μέχρι να καταναλώσει ο οργανισμός τους το περιττό ανθρώπινο αίμα γι’ αυτούς-είναι κόκκινα. Μετά από λίγο καιρό, δυο με τρεις μήνες, παίρνουνε το χρώμα που είχες όταν ήσουνα άνθρωπος. Η διαφορά με τους ανθρώπους είναι κύριος ότι είναι ποιο δυνατοί ,ποιο γρήγοροι, ποιο έξυπνοι, ποιο όμορφοι και ποιο σκληροί από τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να τους καταλάβουνε εύκολα εκτός αν κάνουνε κάτι μη ανθρώπινος δυνατόν.» είπε ξερά λες και τα είχε επαναλάβει στην μητέρα του για πολλοστή φορά.
«Τα μάτια μου σε τρεις μήνες δεν θα έχουνε αυτό το φτικιαστηκό κόκκινο; Θα είναι ξανά πράσινα;» είπα με φανερό ενθουσιασμό. Θα είχα πράσινα ζεστά μάτια ξανά σε λίγους μόνο μήνες!
Ακολούθησε μια παύση ενός λεπτού. Ήμουνα τόσο χαρούμενη! Μόνο οι ανάσες μας ακούγονταν. Η δική της ρυθμική και αργή ενώ η δική μου πολύ γρήγορη και ακανόνιστη. Τι διαφορά!
«Ναι πήγαινε και μάζεψε την. Και πες στον αδελφό σου να κόψει τις βρόμικες σκέψεις γιατί θα τον κανονίσω.» είπα και γέλασε. Μια σοπράνο μινιατούρα.


~~~~~~~~~~~

«Πες μου τι έγινε με κάθε λεπτομέρεια μικρή. Ακόμα και αν ξέρω ήδη η φίλη σου από δω δοκίμασε κάθε ρούχο που υπήρχε στην ντουλάπα επειδή δεν είχε τι να κάνει. Οπότε πες της τα όλα.» είπα με αυστηρό τόνο.
Η Μεριλή περιεργάστηκε την έκφρασή μας για λίγο. Μετά χαμήλωσε το βλέμμα κάτω και άρχισε να παίζει με τα δάχτυλα της. Έψαχνε να βρει τις λέξεις. Οι σκέψεις της ήτανε ένα κουβάρι που προσπαθούσε να ξεμπλέξει. Είπα να βοηθήσω λίγο.
«Αφού σε πήγε στο δωμάτιό μετά τι έγινε;» ρώτησα εγώ προσποιούμενη ότι ανυπομονούσα να μάθω την συνέχεια που ήξερα ήδη. Δεν θα έλεγα κουβέντα αν δεν μας έλεγε πρώτη εκείνη τι έγινε. Σήκωσε λίγο το κεφάλι της και ξεκίνησε την αφήγησή της.
« Μου διάλεξε το ποιο τέλειο δωμάτιο που θα μπορούσα να είχα ονειρευτεί ποτέ. Με ξενάγησε λίγο μέσα στον χώρο…» κόμπλαρε λίγο.
«Όταν μίλησε ένοιωσα σαν να είχε το στομάχι μου πεταλουδίτσες.» είπε και την είδα να αναρριγεί.
«Έχει τόσο τέλεια φωνή…» είπε και κοίταζε τώρα στο κενό. Έβλεπα τις αναμνήσεις να περνάνε στιγμιαία από το μυαλό της και μετά αποφάσισε να συνεχίσει.
«Μετά είχαμε έναν μικρό διάλογο και…»σταμάτησε.
Γύρισα προς την μεριά της Τζέιν. Σάστισα. Ήταν έτοιμη να σπάσει το πάτωμα. Το πόδι της δεν χτυπούσε απαλά αλλά πάρα πολύ δυνατά και γρήγορα. Δεν έπρεπε να χαλάσει το τόσο ωραίο ξύλο. Στη σκέψη μόνο να κατακρεουργεί όλο το δωμάτιο φρίκη βγήκε στο πρόσωπό μου. Η Μεριλή έσκυψε το κεφάλι σαν να ντρεπότανε.
«Όχι Μεριλή δεν φρίκαρα για αυτό που έγινε αλλά φοβάμαι πως αν δεν πεις γρήγορα η Τζέιν δεν πρόκειται να αφήσει τον πύργο ολόκληρο.» είπα και γέλασα. Η Τζέιν δεν έδωσε σημασία και παροτρύνε με το χέρι της την Μεριλή να συνεχίσει.
«Και;» είπε η Τζέιν με μια φωνή που ήταν τόσο σιγανή και γρήγορη όσο μια ανάσα.
«…Με φίλησε….η καλύτερα φιληθήκαμε…» είπε και νόμιζα πραγματικά ότι θα είχε κοκκινίσει με την ένταση που μας το παρουσίασε.
Δεν πρόλαβα την Τζέιν όταν έτρεξε και την αγκάλιασε. Η Μεριλή ένοιωθε προφανώς άβολα για αυτά που είχε αποκαλύψει αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι.
«Αχ το ήξερα…το ήξερα!»είπε η Τζέιν και ένα δηλητηριώδες δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.
«Τζέιν κόψε το μελό.»είπα. Απλά χαιρότανε που ο αδερφός της δεν θα την πίεζε για να μάθει αν η Μεριλή τον ήθελε. Είδα το πρόσωπό της να ανακουφίζεται και να ηρεμεί.
«Ήταν τόσο τέλεια τόσο ονειρικά. Φιλάει υπέροχα το ήξερες» είπε στην Τζέιν με ενθουσιασμό.
«Δεν είχα πειραματιστεί στο παρελθόν…» την πείραξε.
Εγώ λέω να ετοιμαστείτε για το κυνήγι. Ο Ματ είναι πολύ διψασμένος και δεν θα περιμένει.» Είπα.
«Ω Μεριλή…δεν έχω λόγια… Λοιπόν κοίταξε να δεις. Δεν θέλουμε να το μάθει το ‘αρχηγείο’ ακόμα. Αλλά θα παρακινήσω τους άλλους να κυνηγήσουνε αρκετά μακριά από εσένα με την δικαιολογία ότι είσαι νεογέννητη και θες τον χώρο σου τώρα στην αρχή. Και θα πω στον Ματ να αφήσει και τον Άλεκ μαζί σου γιατί αν συμβεί οτιδήποτε θα μπορεί να σε κουμαντάρει εύκολα! Τι τέλειο άλλοθι!»χειροκρότησε τον εαυτό της.
«θέλετε τα κεφάλια σας έτσι;» είπα με φωνή βαρετή και απειλητική ταυτόχρονα. Εκείνες γύρισαν τα μάτια ταυτόχρονα και είπε η Τζέιν.
«Στριμένη δεν μας αφήνεις να χαρούμε. Τι φίλη είσαι εσύ μου λες;» είπε και έφυγε καμαρωτά από το δωμάτιο.
«Μεριλή περίμενε μια στιγμή.» είπα με χαλαρό ύφος.
«τι θέλεις;» είπε.
«Να να περνάς καλά με τον Άλεκ και σε παρακαλώ πολύ βάλε την στην απομόνωση είναι εκνευριστικά χαρούμενη. Και να την ακούω διπλά δεν αντέχεται.» έστριψα το χέρι μου όπως κάνουνε οι άνθρωποι όταν θέλουνε να δείξουνε ότι κάποιος είναι τρελός. Με κοίταξε με ένα βλέμμα συμπόνιας και μετά με αγκάλιασε.
«Θα κάνω ότι μπορώ. Αν με δαγκώσει βάλτης φόλα.» είπε και με θεατρικό τρόπο έτριψε τα χέρια της σαν κακός. Γελάσαμε και της έγνεψα να φύγει.

~’~

«Νέμεσης έρχεσαι μια στιγμούλα σε παρακαλώ;»είπε ο Βένιμος με βλέμμα σκεπτικό.
«Τι με θέλετε;» ρώτησα ευγενικά.
«Να…-δείλιασε-σήμερα ήρθε μια καινούρια νεογέννητη» σταμάτησε να δει την έκφρασή μου. Φαίνεται να τον ικανοποίησε αυτό που είπε και συνέχισε «Το όνομά της είναι Destiny Selest Stevens.» είπε. Γιατί μου είχε τονίσει το όνομα;
«Σε τι μπορώ να βοηθήσω;» είπα πρόθυμα.
«Να αν μπορούσες να μας πεις τον λόγω για τον οποίο ήρθε θα σε ευγνωμονούσα.» είπε τελικά.
«δεν μπορεί να τον πει σε εσάς;» είπα φανερά μπερδεμένη.
«Δεν μας έχει εμπιστοσύνη και δεν θέλουμε να της κάνουμε κακό. Μπορεί να μας φανεί πολύ χρήσιμη.» είπε.
«Όπως επιθυμείτε» .
Κατέβικα σαν σίφουνας κάτω εκεί όπου την είχανε.
Ήταν Ποιο ψηλή από εμένα. Μακριά καστανά μαλλιά και κόκκινα μάτια. Χαρακτηριστικά πολύ όμορφα ακόμα και για μένα. Το σώμα της γαλλικού μοντέλου. Είχε πολύ νεανικό ντύσιμο. Πρέπει να ήτανε γύρω στα 13-14. Πολύ μικρή. Φορούσε έναν ξεφτισμένο τζιν σωλήνα και μια κολιτή αμάνικη μπλούζα. Δύο κρίκοι ήτανε περασμένη στα αφτιά της.
«Μικρή γιατί δεν μιλάς; Φοβάσαι μήπως σου κάνουνε κακό;» είπα όσο ποιο ήρεμα μπορούσα.
Δεν φάνηκε να την πείθω.
«Ξέρεις εγώ μπορώ να διαβάζω το μυαλό οποιουδήποτε και δεν νομίζω να θες να μπω μέσα του.» είπα. Αυτό φαίνεται να είχε κάποια ανταπόκριση.
«Τι θέλεις;»είπε μέσα από τα δόντια της.
«Θέλω απλά να σε λογικέψω. Δεν υπάρχει κίνδυνος εδώ. Ο μόνος κίνδυνος εδώ είσαι εσύ.» είπα ψύχραιμα αλλά δεν άφησα κανένα συναίσθημα να φανεί στο πρόσωπό μου και να με προδώσει.
Ξαφνικά άρχισε να κλαίει και να βάζει τα χέρια της να διώξει τα δάκρυα.
«είπε ότι δεν θα μου έκανε κακό αλλά τελικά δεν κρατήθηκε.» είπε κλαίγοντας με αναφιλητά. Πήγα και την αγκάλιασα συμπονετικά. Ήξερα τον πόνο της. Από τότε που ξεκίνησα να διαβάζω το μυαλό της Μεριλή ήξερα πως ένοιωθε.
«Έχει τύχει πολλές φορές αυτό δεν πειράζει. Τώρα σε άφησε ήσυχη.» είπα και προσπάθησα να κρατήσω την φωνή μου σταθερή.
«Εγώ ήμουνα μαζί του 2 χρόνια. Ένα χρόνο μεγαλύτερος μου. Απλά ήταν αγνή αγάπη από το μέρος μου….εκείνος όμως αθέτησε την υπόσχεσή του….» είπε και έχω σε το κεφάλι της στον ώμο μου κλαίγοντας.
«Λοιπόν τώρα έχεις μια καινούρια ζωή. Και μια καινούρια φίλη Σελέστ. Εμένα μην φοβάσαι τίποτα!» της είπα και ξεκινήσαμε να ανέβουμε τα σκαλιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου